καὶ μόνον ὅτι βλέπω ταῦτα ἀμέσως καταλαμβάνομαι ἀπὸ ἐνθουσιασμὸν καὶ γεμίζω ἀπὸ ψυχικὴν εὐχαρίστησιν καὶ δοξάζω τὸν οὐράνιον Πατέρα ἡμῶν Χριστόν, ἄνευ τοῦ ὁποίου κανεὶς ποτὲ δὲν εἶναι δυνατὸν οὐδὲν καλὸν νὰ πραγματοποιήσῃ καὶ διὰ τοῦ ὁποίου οἱ ἄνθρωποι κατορθώνουν τὰ πάντα.
Τί θὰ εἴπωμεν ὅμως δι’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἵστανται εἰς τὴν Ἐκκλησίαν χωρὶς νὰ σιωποῦν, οἱ ὁποῖοι δὲν συμμετέχουν εἰς τὴν ψαλμῳδίαν τῶν διαφόρων ὕμνων, ἀλλὰ συνομιλοῦν μεταξύ των καὶ τὴν λογικὴν λατρείαν ἡμῶν πρὸς τὸν Θεὸν ἀναμειγνύουν μὲ συζητήσεις περὶ τῶν κοσμικῶν ὑποθέσεών των, ὥστε οὔτε αὐτοὶ νὰ ἀκούουν τοὺς ἱεροὺς καὶ θεοπνεύστους λόγους, ἀλλὰ νὰ ἐμποδίζουν καὶ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι θέλουν νὰ ἀκούουν τοὺς λόγους τούτους; Ἕως πότε, ὅσοι εἶσθε τοιοῦτοι, θὰ χωλαίνετε καὶ κατὰ τοὺς δύο πόδας, ὅπως θὰ ἔλεγεν ὁ προφήτης Ἠλίας (Γ’ Βασ. ιη’ 21), θέλοντες συγχρόνως νὰ ἀσχολῆσθε μὲ τὴν προσευχήν, ἀλλὰ καὶ μὲ ζητήματα ἄκαιρα καὶ γήϊνα καὶ ὅπως εἶναι φυσικὸν οὐδὲν ἄλλο κατορθώνοντες εἰμὴ καὶ τὰ δύο καταστρέφοντες ταὐτοχρόνως, μᾶλλον δὲ γίνεσθε σεῖς αἰτία νὰ ζημιώνωνται καὶ οἱ ἄλλοι; Πότε θὰ ἐγκαταλείψετε τοὺς ματαίους λόγους, διὰ τῶν ὁποίων μεταβάλλετε τὸν οἶκον τῆς προσευχῆς εἰς τόπον διαπραγματεύσεων καὶ τόπον ὅπου κυριαρχοῦν τὰ διάφορα πάθη; Οὗτος εἶναι οἶκος εἰς τὸν ὁποῖον λέγονται καὶ ἀκούονται λόγοι περὶ αἰωνίου ζωῆς, ἄλλοι μὲν ἐκ μέρους ἡμῶν, οἱ ὁποῖοι ζητοῦμεν ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ ἀδιάψευστον ἐλπίδα τὴν αἰώνιον ζωήν, ἄλλοι δὲ παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅστις παρέχει τὴν αἰώνιον ζωὴν εἰς τοὺς ζητοῦντας αὐτὴν ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καὶ τῆς διανοίας αὐτῶν, ἀλλ’ οὐχὶ καὶ εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι οὐδὲ κἄν κινοῦσι τὴν γλῶσσαν των διὰ νὰ τὴν ζητήσουν. Ἡ θυσία ἡ ἰδική μας δὲν γίνεται σήμερον διὰ πυρός, ἀδελφοί, ὅπως κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ Μωϋσέως, ἀλλὰ γίνειαι διὰ λόγου. Τότε, ὅταν ὁ Θεὸς ἐδέχετο τὴν διὰ πυρὸς ἀνερχομένην πρὸς τὸν οὐρανὸν θυσίαν, ὅταν οἱ προσκομίσαντες ξένον πῦρ ἐκ τῶν ἔξω μαζὶ μὲ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Κορὲ [1] καὶ ἐξηγέρθησαν ἐναντίον τοῦ Μωϋσέως, ἀμέσως κατεκάησαν ὑπὸ τοῦ ἱεροῦ πυρός, τὸ ὁποῖον ἐξεχύθη ἐναντίον αὐτῶν (Ἀρ. ιϛ’ 35).
Ἄς φοβηθῶμεν λοιπὸν καὶ ἡμεῖς, μήπως προσφέροντες εἰς τὸ λογικὸν τοῦτο θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ, τὴν Ἐκκλησίαν λέγω, λόγους ἔξωθεν ἐρχομένους καὶ ἀσχέτους πρὸς αὐτό, εἰς τὸ τέλος κατακριθῶμεν ὑπὸ τῶν ἐν αὐτῇ θείων λόγων, καθιστῶντες διὰ τῶν ἔργων τοὺς ἑαυτούς μας ἀξίους τῆς ἀνεπιθυμήτου φωνῆς καὶ τῆς καταδίκης ὑπὸ τοῦ Θεοῦ.