Ἀλλ’ ἐκεῖνοι μὲν ἀποδίδοντες εἰς τὸν Κύριον τὴν δόξαν διὰ τῶν λόγων καὶ ἀποδεικνύοντες ὅτι τὸ θαῦμα ἦτο μεγαλύτερον ἀπὸ ὅλα τὰ προηγούμενα, ἔλεγον, οὐδέποτε εἴδομεν τοιαῦτα πράγματα. Ἡμεῖς ὅμως, δὲν δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν κάτι παρόμοιον σήμερον, διότι εἴδομεν πολλὰ καὶ κατὰ πολὺ μεγαλύτερα ἀπὸ αὐτὸ ὄχι μόνον ἐκ μέρους τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐκ μέρους τῶν μαθητῶν Αὐτοῦ καὶ τῶν μετέπειτα θείων Πατέρων, ἐκτελούμενα διὰ μόνης τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου. Ἡμεῖς λοιπόν, ἀδελφοί, ἂς δοξάσωμεν αὐτὸν τώρα δι’ ἔργων, λαμβάνοντες ὡς παράδειγμα διὰ τοὺς ἑαυτούς μας καὶ τὸ θαῦμα τοῦτο. Διότι ὅστις εἶναι παραδεδομένος εἰς τὰς ἡδονάς, εἶναι ψυχικῶς παράλυτος κατακείμενος ἐπὶ τοῦ κραββάτου τῆς ἡδυπαθείας, νομίζων ὅτι οὕτω εὑρίσκεται εἰς ἀνάπαυσιν σαρκικήν. Ἀλλ’ ὅταν πεισθῇ εἰς τὰς εὐαγγελικὰς παραινέσεις καὶ διὰ τῆς ἐξομολογήσεως θριαμβεύσῃ κατὰ τῶν ἁμαρτιῶν του καὶ οὕτω θεραπεύσῃ τὴν ἐκ τούτων προερχομένην παράλυσιν τῆς ψυχῆς, τότε ὁδηγεῖται πρὸς τὸν Κύριον φερόμενος ὑπὸ τεσσάρων, ὅπως ὁ παραλυτικός, ἤτοι τῆς ἰδίας κατακρίσεως, τῆς ἐξομολογήσεως τῶν προηγουμένων ἁμαρτιῶν, τῆς ὑποσχέσεως περὶ ἀποχῆς εἰς τὸ μέλλον ἀπὸ παντὸς κακοῦ καὶ τῆς δεήσεως πρὸς τὸν ἐλεήμονα Θεόν.
Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦν ταῦτα νὰ μᾶς φέρουν πλησίον τοῦ Θεοῦ, ἐὰν δὲν ἀφαιρέσωσι τὴν στέγην, ἀπορρίπτοντα μακρὰν τὰς κεράμους καὶ τὸ χῶμα καὶ τὰ ἄλλα ὑλικά. Στέγη δὲ εἰς ἡμᾶς εἶναι τὸ λογιστικὸν τῆς ψυχῆς, ἐπειδὴ εἶναι ἀνώτερον ἀπὸ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν ἐντὸς ἡμῶν· ἔχει δὲ τὸ λογιστικὸν πολλὴν ὕλην, ἡ ὁποία τὸ σκεπάζει καὶ μεγάλην σχέσιν πρὸς τὰ γήϊνα καὶ τὰ διάφορα πάθη. Ὅταν λοιπὸν ἡ ὕλη αὐτὴ διὰ τῶν τεσσάρων τούτων διαλυθῇ καὶ ἀποτιναχθῇ, τότε πραγματικῶς δυνάμεθα νὰ ὁδηγηθῶμεν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ἤτοι νὰ ταπεινωθῶμεν ἀληθῶς καὶ νὰ προσπέσωμεν καὶ νὰ πλησιάσωμεν τὸν Κύριον καὶ νὰ ζητήσωμεν καὶ νὰ λάβωμεν παρ’ αὐτοῦ τὴν θεραπείαν.
Πότε ὅμως γίνονται τὰ ἔργα ταῦτα τῆς μετανοίας; Ὅταν ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν ἰδικήν του πόλιν, τουτέστιν ἀφοῦ ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ὡς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κόσμος εἶναι ἰδικός του, ὡς κτισθεὶς ὑπ’ αὐτοῦ, καθὼς λέγει περὶ αὐτοῦ καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὅτι «Ἦλθεν εἰς τὸν ἱδικόν του λαόν, ἀλλὰ οἱ ἰδικοί του Ἰουδαῖοι τὸν ἀπέρριψαν· ὅσοι ὅμως τὸν ἐδέχθησαν ὡς σωτῆρα, εἰς αὐτοὺς ἔδωσε τὸ δικαίωμα καὶ τὴν Χάριν νὰ γίνουν τέκνα Θεοῦ, ὅσοι πιστεύουν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ» (Ἰωάν. α’ 11-12).