ΑΥΤΟΥΣ τοὺς ἰδίους τοὺς λόγους τοῦ Δεσπότου ἡμῶν ἢ μᾶλλον τὸ κεφάλαιον τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος θὰ ἀναπτύξω σήμερον, ἀρχόμενος τῆς ὁμιλίας μου, πρὸς τὴν ὑμετέραν ἀγάπη· «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. γ’ 2). Καὶ ὄχι μόνον ἐπλησίασεν, ἀλλὰ καὶ εὑρίσκεται ἤδη μεταξὺ ἡμῶν. «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστι» (Λουκ. ιζ’ 21), εἶπε πάλιν ὁ Κύριος. Καὶ ὄχι μόνον εὑρίσκεται μεταξὺ ἡμῶν, ἀλλ’ ἐντὸς ὀλίγου ἔρχεται καὶ κατὰ τρόπον περισσότερον φανερόν, διὰ νὰ καταργήσῃ πᾶσαν ἀρχὴν καὶ ἐξουσίαν καὶ δύναμιν μόνον δι’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ζοῦν συμφώνως πρὸς τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ὁποῖοι ἔζησαν εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν κατὰ τρόπον θεάρεστον. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἦλθε καὶ μεταξὺ ἡμῶν εὑρίσκεται, καὶ ἐντὸς ὀλίγου ἔρχεται, ἂς καταστήσωμεν τοὺς ἑαυτούς μας ἀξίους τῆς Βασιλείας ταύτης διὰ τῶν ἔργων τῆς μετανοίας. Ἂς πιέσωμεν τοὺς ἑαυτούς μας, διακόπτοντες τὰς κακὰς πράξεις καὶ τὰς πονηρὰς συνηθείας μας. Διότι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν θέλει βίαν καὶ οἱ βιασταὶ τὴν ἁρπάζουν καὶ τὴν κρατοῦν (Ματθ. ια’ 12). Ἂς προσπαθήσωμεν νὰ μιμηθῶμεν τὴν ὑπομονὴν τῶν θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, τὴν ταπείνωσιν αὐτῶν, τὴν πίστιν αὐτῶν· «ὧν», λέγει ἡ Γραφή, «ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν» (Ἑβρ. ιγ’ 7).
Ἂς νεκρώσωμεν λοιπὸν τὰ γήϊνα μέλη μας, τὴν πορνείαν, τὴν ἀκαθαρσίαν, πᾶσαν κακὴν ἐπιθυμίαν καὶ τὴν πλεονεξίαν, καὶ μάλιστα κατὰ τὰς ἁγίας αὐτὰς ἡμέρας τῆς νηστείας τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς. Διὰ τοῦτο ἄλλωστε ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὰς προηγουμένας Κυριακὰς μᾶς ὡμίλησε πρῶτον περὶ τῆς φρικτῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου· κατόπιν (τὴν προπαρελθοῦσαν Κυριακὴν) μᾶς ὑπενθύμισε τὴν ἐξορίαν τοῦ Ἀδὰμ ἐκ τοῦ Παραδείσου. Καὶ κατόπιν τούτων (κατὰ τὴν παρελθοῦσαν Κυριακὴν τῆς Ὀρθοδοξίας) ὑπέδειξεν εἰς ἡμᾶς ποία εἶναι ἡ ἀσφαλεστάτη Πίστις, ἵνα ἐκ τοῦ φόβου τῆς μελλούσης Κρίσεως καὶ ἐκ τοῦ θρήνου διὰ τὴν ἀπώλειαν τοῦ Παραδείσου καὶ εἰς τὴν πίστιν νὰ παραμείνωμεν σταθεροὶ καὶ νὰ περιορίσωμεν τοὺς ἑαυτούς μας, ὥστε νὰ μὴ παραδιδώμεθα εἰς τὴν ἀκρασίαν καὶ νὰ μὴ ἀνοίγωμεν τὴν θύραν εἰς ὅλα τὰ πάθη διὰ τῆς ἀπλήστου κοιλίας μας καὶ παρέχωμεν εἰς αὐτὰ θέσιν, ἵνα μὴ διὰ τῆς εὑρυχώρου καὶ πλατείας ὁδοῦ τῶν ἡδονῶν ὁδηγηθῶμεν ὅλοι εἰς τὴν ἀπώλειαν. Ἀλλ’ ἀφοῦ ἀγαπήσωμεν τὴν στενὴν καὶ τεθλιμμένην ὁδόν, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν (Ματθ. ζ’ 13-14), τῆς ὁποίας ἀρχὴ καὶ πρῶτον στάδιον ἀποτελεῖ ἡ νηστεία, νὰ διανύσωμεν μὲ σταθερότητα καὶ καρτερίαν τὸ διάστημα τῶν τεσσαράκοντὰ ἡμερῶν τῆς παρούσης νηστείας.