Ὁμιλία τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ, εἰς τὴν περικοπὴν τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου περὶ τοῦ ἐν Καπερναοὺμ ἰαθέντος παρὰ τοῦ Κυρίου Παραλύτου, καὶ πρὸς τοὺς ἀκαίρως ὁμιλοῦντας ἀλλήλοις ἐν ταῖς ἱεραῖς συνάξεσιν.

Διὰ τοῦτο καὶ ὁ νοῦς ὅστις ἔχει πάθει παράλυσιν, ὅταν προσπέσῃ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον μετὰ πίστεως, ἀμέσως ἀκούει νὰ καλῆται «τέκνον» παρὰ τοῦ Κυρίου καὶ λαμβάνει παρ’ αὐτοῦ τὴν συγχώρησιν καὶ τὴν θεραπείαν. Καὶ ὄχι μόνον τοῦτο, ἀλλὰ λαμβάνει ἐπὶ πλέον τὴν δύναμιν νὰ σηκώνῃ καὶ νὰ μεταφέρῃ ἐπὶ τῶν ὤμων του τὸν κράββαταν ἐπὶ τοῦ ὁποίου κατέκειτο. Ὡς κράββατον δὲ θὰ ἐννοήσῃς τὸ ὑλικὸν σῶμα, μὲ τὸ ὁποῖον εἶναι συνδεδεμένος καὶ διὰ τοῦ ὁποίου ἐκτελεῖ τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας ὁ νοῦς, ὁ ὁποῖος ὑποτάσσεται εἰς τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας.

Μετὰ τὴν θεραπείαν ὅμως ὁ νοῦς πλέον ὁδηγεῖ τὸ σῶμα καὶ τὸ ἐξουσιάζει ὡς ὑποδουλωμένον εἰς αὐτὸν καὶ δι’ αὐτοῦ ἐπιδεικνύει τοὺς καρποὺς καὶ τὰ ἔργα τῆς μετανοίας, ὥστε οἱ βλέποντες ταῦτα νὰ δοξάζουν τὸν Θεόν, ὅταν βλέπουν σήμερον Εὐαγγελιστὴν τὸν χθεσινὸν τελώνην, Ἀπόστολον τὸν διώκτην, Θεολόγον τὸν λῃστήν, υἱὸν τοῦ οὐρανίου Πατρὸς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος χθὲς ἀκόμη ἔζη καὶ συνανεστρέφετο μὲ τοὺς χοίρους. Ἐὰν δὲ θέλῃς, τὸν βλέπεις νὰ πραγματοποιῇ καὶ ἀναβάσεις εἰς τὴν καρδίαν του καὶ νὰ πορεύεται ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν καὶ καθημερινῶς νὰ προκόπτῃ πρὸς τὸ καλύτερον. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Κύριος λέγει πρὸς τοὺς μαθητάς του: «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ἡμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Ματθ. ε’ 16).

Τοῦτο δὲ λέγει ὁ Κύριος, παραγγέλλων ταῦτα εἰς αὐτοὺς ὄχι διὰ νὰ ἐπιδεικνύωνται, ἀλλὰ διὰ νὰ πολιτεύωνται κατὰ τρόπον θεάρεστον. Ὅπως δὲ τὸ φῶς χωρὶς προσπάθειαν σύρει πρὸς ἑαυτὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων, οὕτω καὶ ἡ θεοφιλὴς πολιτεία μαζὶ μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς σύρει πρὸς ἑαυτὴν καὶ τὴν διάνοιαν. Καὶ ὅπως πάλιν ἐπὶ τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς δὲν ἐπαινοῦμεν τὸν ἀέρα, ὁποῖος μετέχει τῆς λαμπρότητος τοῦ φωτός, ἀλλὰ τὸν ἥλιον, ὁ ὁποῖος παρέχει τὴν λαμπρότητα αὐτήν, ἐὰν δὲ ἐπαινέσωμεν τὸν ἀέρα, πόσον μᾶλλον θὰ πρέπῃ νὰ ἐπαινέσωμεν τὸν ἥλιον; Τὸ ἴδιον συμβαίνει καὶ μὲ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος διὰ τῶν ἔργων τῆς ἀρετῆς φανερώνει τὴν λαμπρότητα τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης. Οὗτος δηλαδὴ ἀναβιβάζει τὸν νοῦν τῶν βλεπόντων πρὸς τὴν δόξαν τοῦ οὐρανίου Πατρός, τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης Χριστοῦ. Καὶ διὰ νὰ παραλείψω τὰς μεγαλυτέρας ἐκ τῶν ἀρετῶν αὐτὴν τὴν στιγμήν, ὅταν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν παρίσταμαι μαζὶ μὲ ὑμᾶς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ στρέφων τὸ βλέμμα βλέπω ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μὲ κατάνυξιν καὶ σωφροσύνην ἀναπέμπουν πρὸς τὸν Θεὸν τοὺς ὕμνους καὶ τὰς δεήσεις, ἢ ἴδω κάποιον ὁ ὁποῖος ἵσταται σιωπηλὸς καὶ σκεπτικὸς ἀκούων τὴν θείαν Λειτουργίαν,


Ὑποσημειώσεις

[1] Ὁ Κορὲ ἦτο Λευΐτης σύγχρονος τοῦ Μωϋσέως καὶ δὴ πρωτεξάδελφος αὐτοῦ. Ἀμφότεροι ὑπῆρξαν δισέγγονοι τοῦ Λευΐ, ὁ πατὴρ τοῦ Μωϋσέως Ἀμρὰμ καὶ ὁ πατὴρ τοῦ Κορὲ Ἰσαὰρ ἦσαν ἀδελφοὶ υἱοὶ τοῦ Καάθ, υἱοῦ τοῦ Λευῒ (Ἐξ. ϛʹ 16-21). Ὁ Κορὲ χολωθεὶς διὰ τὴν δοθεῖσαν ἐκ Θεοῦ ἐξουσίαν εἰς τὸν Μωϋσέα καὶ τὸν Ἀαρών, προσεταιρισθεὶς τοὺς Δαθὰν καὶ Ἀβειρὼν καὶ διακοσίους πεντήκοντα ἄλλους Λευΐτας, ἐστασίασαν κατὰ τοῦ Μωϋσέως. Πάντες ὅμως οὗτοι ἐτιμωρήθησαν σκληρῶς παρὰ Θεοῦ, κατακαέντες ὑπὸ πυρὸς ἐξ οὐρανοῦ κατελθόντος καὶ ὑπὸ τῆς γῆς καταποθέντες (Ἀριθμ. ιϛʹ 1-35).