Ἐὰν δηλαδή, καθὼς διὰ κάθε πρᾶγμα ὑπάρχει ὁ κατάλληλος καιρός, κατὰ τὸν Σολομῶντα (Ἐκκλ. γ’ 1-17, η’ 6), καὶ δι’ ὅλα ὑπάρχει ὁ κατάλληλος χρόνος, οὕτω ζητεῖ τις καὶ καιρόν τινα ἐπιτήδειον πρὸς ἐργασίαν τῆς ἀρετῆς, ὁ δὲ κατάλληλος πρὸς τοῦτο καιρὸς εἶναι ἡ ἁγία Τεσσαρακοστὴ τῶν ἡμερῶν τούτων. Ἐὰν δὲ ὁλόκληρος ὁ βίος τῶν ἀνθρώπων εἶναι κατάλληλος διὰ τὴν ἐπίτευξιν τῆς σωτηρίας των, πολὺ περισσότερον κατάλληλος πρὸς τοῦτο εἶναι ὁ καιρὸς οὗτος τῆς νηστείας. Ἐπειδὴ καὶ ὁ ἄρχων καὶ χορηγὸς τῆς σωτηρίας μας Χριστὸς διὰ τῆς νηστείας ἔκαμε τὴν ἀρχὴν καὶ εἰς τὸ στάδιον αὐτῆς κατεπολέμησε καὶ κατῄσχυνε τὸν διάβολον τὸν δημιουργὸν ὅλων τῶν παθῶν, ὅστις διὰ πολλῶν τρόπων προσεπάθει νὰ τὸν πειράξῃ. Διότι ὅπως ἡ ὑποδούλωσις εἰς τὴν κοιλίαν καταστρέφει ὅλας τὰς ἀρετὰς καὶ γίνεται ἀρχὴ τῆς ὑποταγῆς εἰς τὰ διάφορα πάθη, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ ἡ ἐγκράτεια, καθαρίζουσα ἀπὸ τοὺς μολυσμοὺς τῆς ἀκρασίας, γεννᾷ ἐντὸς ἡμῶν τὴν ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τῶν παθῶν. Ἐὰν δὲ ἡ ἀκρασία γεννᾷ ἐντὸς ἡμῶν τὰ πάθη, ἐνῷ δὲν τὰ ἔχομεν, πῶς ὅταν γεννηθοῦν ἐντός μας δὲν θὰ τὰ αὐξήσῃ καὶ δὲν θὰ τὰ στηρίξῃ, ὅπως πάλιν ἡ νηστεία θὰ τὰ ἐλαττώσῃ καὶ θὰ τὰ ἀφανίσῃ; Ἡ δὲ νηστεία καὶ ἡ ἐγκράτεια εἶναι ἡνωμέναι μεταξύ των, ἔστω καὶ ἂν αὕτη κατὰ τὰς διαφόρους περιστάσεις πλεονεκτῇ τῆς ἄλλης, δι’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μετὰ σωφροσύνης ἀσκοῦν αὐτήν. Ἂς μὴ χωρίσωμεν λοιπὸν καὶ ἡμεῖς τὴν μίαν ἀπὸ τῆς ἄλλης, ἀλλὰ τὴν μὲν σεπτὴν νηστείαν νὰ φυλάττωμεν περισσότερον κατὰ τὰς πέντε ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, κατὰ δὲ τὸ Σάββατον καὶ τὴν Κυριακὴν νὰ προσέχωμεν περισσότερον τὴν ἐγκράτειαν καὶ ὀλιγώτερον τὴν νηστείαν, ὥστε μετὰ φρονήσεως νὰ ἀκούσωμεν τοὺς εὐαγγελικοὺς λόγους, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀναγγείλουν σήμερον τὴν θαυμαστὴν θεραπείαν τοῦ παραλυτικοῦ, ἡ ὁποία ἐγένετο ὄχι εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἀλλὰ εἰς τὴν Καπερναούμ.
«Τῷ καιρῷ, δηλαδή, ἐκείνῳ, λέγει ὁ θεηγόρος Μάρκος, εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Καπερναοὺμ δι’ ἡμερῶν» (Μάρκ. β’ 1). Αὐτὴν δὲ τὴν Καπερναοὺμ ὁ Ματθαῖος τὴν λέγει ἰδίαν πόλιν τοῦ Κυρίου (ἰδικήν του πόλιν). Ὅταν δηλαδὴ ἐξιστορῇ καὶ οὗτος ὅσα συνέβησαν μὲ τὸν παράλυτον λέγει· «ἦλθεν (ὁ Ἰησοῦς) εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν» (Ματθ. θ’ 1). Διότι ἀφοῦ ἐβαπτίσθη εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν ὑπὸ τοῦ Ἰωάννου καὶ κατέβη ἐπ’ αὐτὸν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὁ Ἰησοῦς ὡδηγήθη ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὴν ἔρημον, διὰ νὰ ὑποβληθῇ εἰς πειρασμόν,