Διὰ τοῦτο οἱ περισσότεροι ὄχι μόνον εὐχαρίστως παρακολουθοῦν τὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, ἀλλὰ καὶ ἀναλύουσιν ἕκαστον λόγον, ἀναλόγως πρὸς τὰ γνώσεις ἢ τὴν σύνεσίν των, ἂν περιέχῃ οὗτος ὀρθὰς ἢ ἐσφαλμένας ὑποδείξεις. Ὅσον ἀφορᾷ ὅμως εἰς τὴν μεταβολὴν τῶν λόγων εἰς ἔργα ἢ εἰς τὸ νὰ καρποῦνται ἐκ τῶν λόγων τούτων πίστιν ὠφέλιμον, τοῦτο χρειάζεται ὀρθὴν κρίσιν καὶ ἀγαθὴν προαίρεσιν, ἡ ὁποία δὲν εὑρίσκεται εὔκολα καὶ μάλιστα εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δικαιώνουν πάντοτε ἑαυτοὺς καὶ νομίζουν ὅτι εἶναι παντογνῶσται. Τοιοῦτοι ἦσαν οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι τῶν Ἰουδαίων. Διὰ τοῦτο καὶ τότε παρέμενον μὲν καὶ ἤκουον τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ ἔβλεπον τὰ τελούμενα θαύματα, ἐβλασφήμουν ὅμως ἀντὶ νὰ ἐπαινοῦν ἐκεῖνον ὅστις καὶ διὰ λόγων καὶ δι’ ἔργων τοὺς εὐηργέτει.
Ὅταν δηλαδὴ ἐδίδασκεν ὁ Κύριος ὅλοι ἢ τουλάχιστον οἱ περισσότεροι τὸν ἤκουον μὲ τεντωμένα τὰ ὦτα των καὶ ἐδέχοντο τοὺς λόγους τῆς Χάριτος, οἱ ὁποῖοι ἐξήρχοντο ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ· «Ἔρχονται», λέγει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής, «πρὸς αὐτόν, παραλυτικὸν φέροντες αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων· καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην, ὅπου ἦν καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράββατον ἐφ’ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο» (Μάρκ. β’ 3-4). Ἔρχονται δηλαδὴ πρὸς αὐτὸν φέροντες ἕνα παραλυτικόν, τὸν ὁποῖον ἐσήκωνον τέσσαρες· καὶ ἐπειδὴ λόγῳ τοῦ μεγάλου πλήθους δὲν ἠδύναντο νὰ πλησιάσουν πρὸς Αὐτόν, ἀφῄρεσαν τὴν στέγην τῆς οἰκίας εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκετο καὶ ἀφοῦ ἤνοιξαν ὀπὴν κατεβίβασαν δι’ αὐτῆς τὸν κράββατον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἔκειτο ὁ παραλυτικός.
Εἶναι βεβαίως δυνατὸν νὰ νομίσῃ τις ὅτι τὸ θαῦμα, τὸ ὁποῖον ἔγινεν, ὑπῆρξεν ἀποτέλεσμα τῆς πίστεως ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἔφερον τὸν παραλυτικὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ὅτι ἐπειδὴ ὁ Κύριος ηὐχαριστήθη διὰ τὴν πίστιν των, διὰ τοῦτο ἐθεράπευσε τὸν ἀσθενῆ. Ἐγὼ ὅμως νομίζω ὅτι δὲν ἔχει οὕτω τὸ πρᾶγμα. Βεβαίως, ὅταν ἐθεράπευσεν ὁ Κύριος τὸν υἱὸν τοῦ ἀρχισυναγώγου δὲν ἐζήτησεν ἀπὸ μέρους του πίστιν, οὔτε ἀπὸ τὴν θυγατέρα τῆς Χαναναίας ἢ τοῦ Ἰαείρου, ἀρκεσθεὶς εἰς τὴν πίστιν ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἦλθον πρὸς αὐτὸν χάριν ἐκείνων. Μάλιστα ἐκ τούτων ἡ μὲν κόρη τοῦ Ἰαείρου εἶχεν ἤδη ἀποθάνει, ἡ θυγάτηρ τῆς Χαναναίας ἦτο παράφρων, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀρχισυναγώγου οὔτε κἄν ἦτο παρών· ὁ παράλυτος ὅμως ἦτο παρὼν καὶ εἶχε πλήρη τὰ λογικά του, μολονότι τὸ σῶμα του ἦτο παράλυτον.