Εἰς τὴν Κυριακὴν τῆς ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ διδαχὴ περὶ ΠΙΣΤΕΩΣ, ἐκ τῶν εἰς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Τεσσαρακοστὴν Διδαχῶν τοῦ Ἐπισκόπου Κερνίκης καὶ Καλαβρύτων (1711-1714) Ἡλίου Μηνιάτου, ἐλαφρῶς διωρθωμένος κατὰ τὴν φράσιν.

«Ἀλλὰ ἔχετε κἂν τὴν δύναμιν τοῦ λόγου; Εἶσθε εὔγλωττοι ρήτορες, διὰ νὰ πείσετε τοὺς ἀνθρώπους νὰ δεχθοῦν δόγματα τόσον παράδοξα, ἐναντία εἰς κάθε φυσικὸν λόγον;». «Οὔτε αὐτό. Ἡμεῖς δὲν γνωρίζομεν τὶ εἶναι σοφία τοῦ κόσμου, καὶ δὲν ὁμιλοῦμεν ἄλλην γλῶσσαν, πλὴν τοῦ γένους ἡμῶν». «Καὶ λοιπὸν ποῦ στηρίζετε τὰς ἐλπίδας σας, ὅτι θὰ ἐπιστρέψετε εἰς τὴν Πίστιν, τὴν ὁποίαν διδάσκετε, ἕνα κόσμον ὁλόκληρον;». «Ἡμεῖς δὲν θαρροῦμεν εἰς καμμίαν ἀνθρωπίνην δύναμιν, εἰμὴ μόνον εἰς τὴν δύναμιν τοῦ Διδασκάλου, ὅστις μᾶς ἔστειλε, καὶ ἐλπίζομεν νὰ κατορθώσωμεν πάντα». «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ» (Φιλιπ. δ’ 13). Τί ἀκούω, ἀκροαταί; Τί βλέπω; Ὅσα εἶπον ὅτι θὰ κατορθώσωσιν οἱ ἄνθρωποι οὗτοι τὰ ἐκατώρθωσαν. Τώρα, εἴπατέ μου, σᾶς παρακαλῶ, νὰ κάμῃ ἕνα τοιοῦτον κατόρθωμα, ἤτοι νὰ κτίσῃ ταύτην τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἀπὸ τοιαύτην ἀρχὴν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος, μὲ τοιαῦτα ὄργανα μὴ ὄντα, καθὼς τὰ λέγει ὁ θεῖος Παῦλος (Α’ Κορ. α’ 28), ποῖος ἄλλος ἠδύνατο, παρὰ εἷς παντοδύναμος Θεός; Ναί· «δεξιὰ Κυρίου ἐποίησε δύναμιν» (Ψαλμ. ριζ’ 1516)· Ὄχι Ἀγγέλου, ὄχι ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἐκείνη ἡ πανσθενὴς δεξιὰ τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ἐδημιούργησε τὸν κόσμον τῆς φύσεως, ἐκείνη ἐδημιούργησε καὶ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὸν κόσμον τῆς Χάριτος. Ἰδοὺ λοιπὸν ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ὅλη θεία εἰς τὴν ἀρχήν.

Εἶναι δὲ ἡ Ὀρθοδοξία καὶ ὅλη θεία εἰς τὴν αὔξησιν, διότι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ηὔξανε καθημερινῶς, εἶναι θεῖος. Ἡ Πίστις τῶν Χριστιανῶν εἶναι μία διδασκαλία οὐράνιος ὑπὲρ φύσιν, ὑπὲρ λόγον, ὑπὲρ ἔννοιαν. Περιέχει Μυστήρια, τὰ ὁποῖα δὲν ἀποδεικνύονται, τὰ ὁποῖα δὲν ἐννοοῦνται. «Ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβρ. ια’ 1), ὁρίζει αὐτὴν ὁ μέγας Παῦλος. Νὰ πιστεύωμεν εἰς ἕνα Θεὸν ἁπλούστατον καὶ ἀδιαίρετον, πλὴν Θεὸν τρισυπόστατον, Θεὸν Πατέρα, Θεὸν Υἱόν, Θεὸν Πνεῦμα Ἅγιον. Τρεῖς κατὰ τὴν ὑπόστασιν, καὶ ἕνα κατὰ τὴν οὐσίαν καὶ φύσιν. Καὶ πάλιν νὰ πιστεύωμεν εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἄνθρωπον ὁμοῦ καὶ Θεόν· διπλοῦν εἰς τὴν φύσιν, καὶ ἕνα εἰς τὴν ὑπόστασιν· «Τίς σοφὸς καὶ συνήσει ταῦτα;» (Ὠσ. ιδ’ 9, Ψαλμ. ρϛ’ 43). Νὰ βλέπωμεν ἐκεῖ εἰς τὴν ἁγίαν Τράπεζαν ἄρτον, καὶ νὰ πιστεύωμεν ὅτι ἐκεῖ εἶναι ἀληθῶς τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· σῶμα ἔμψυχον, σῶμα ὁλόκληρον, τὸ ὁποῖον ὁρίζεται εἰς τόπον, ἀλλὰ δὲν διαιρεῖται, ἐσθίεται ἀλλὰ δὲν δαπανᾶται, πολυπλασιάζεται εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἰς τὴν γῆν καὶ εἰς ὅλας τὰς Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων καὶ εἶναι ἓν καὶ τὸ αὐτό.