«Ἡμεῖς, ἀποκρίνονται, εἴμεθα ἀπεσταλμένοι νὰ ὑπάγωμεν, ἄλλος εἰς τὴν Ρώμην, εἰς τὴν ὁποίαν εἶναι ὁ θρόνος τῆς βασιλείας τοῦ κόσμου, ἄλλος εἰς τὰς Ἀθήνας, εἰς τὴν ὁποίαν εἶναι ἡ καθέδρα τῆς σοφίας τῆς γῆς, ἄλλος εἰς τοὺς Ἰνδούς, καὶ ἄλλος εἰς τοὺς Σκύθας, εἰς ἔθνη ἄγρια καὶ βάρβαρα· ἕως εἰς τὰ ἔσχατα μέρη τῆς Οἰκουμένης νὰ ἐξοστρακίσωμεν κάθε ἄλλην θρησκείαν, καὶ νὰ παρακινήσωμεν τοὺς ἀνθρώπους, νὰ δεχθῶσι μίαν νέαν Πίστιν, ἤτοι νὰ πιστεύωσιν ὡς Θεὸν ἕνα ἄνθρωπον, ὅστις ἐγεννήθη χωρὶς πατέρα, ἀπὸ μόνην τὴν μητέρα, καὶ αὐτὴν Παρθένον ἄνθρωπον πτωχόν, ὅστις ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου ἀπέθανεν εἰς τὸν Σταυρόν, ἐν μέσῳ δύο λῃστῶν· ὅστις ἀφ’ οὗ ἀπέθανεν ἀνεστήθη, ἀνέβη εἰς τοὺς οὐρανούς, ὅθεν μέλλει καὶ πάλιν νὰ καταβῇ διὰ νὰ κρίνῃ ὅλον τὸ ἀνθρώπινον γένος».
«Πηγαίνομεν νὰ καταπείσωμεν τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως διὰ τὴν ἀγάπην καὶ Πίστιν τούτου τοῦ Ἐσταυρωμένου, εἶναι ἕτοιμοι νὰ ἀρνηθοῦν τὸν κόσμον, τὴν πατρίδα, τοὺς γονεῖς, τὰ τέκνα, τὴν ἰδίαν ζωήν. Νὰ προτιμήσουν τὴν πτωχείαν καὶ καταφρόνησιν ἀπὸ ὅλους τοὺς θησαυροὺς καὶ τὰς βασιλείας τῆς γῆς, τὰς σκληραγωγίας ἀπὸ ὅλας τὰς τρυφάς, καὶ τόσον πολὺ νὰ ἀγαπῶνται μεταξύ των, ὥστε νὰ ἀγαποῦν ἀκόμη καὶ τοὺς ἰδίους των ἐχθρούς, ἀνταλλάττοντες τὰς ὕβρεις μὲ εὐχάς, τὸ μῖσος μὲ εὐεργεσίας. Πηγαίνομεν νὰ κηρύξωμεν ταύτην τὴν νέαν διδασκαλίαν ὄχι εἰς ποταποὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἰς στρατάρχας καὶ βασιλεῖς, εἰς ρήτορας καὶ φιλοσόφους, καὶ θέλομεν ἐκεῖνοι νὰ ἀπορρίψωσι τὰ σκῆπτρα καὶ τὰ διαδήματα, καὶ νὰ λάβωσιν εἰς χεῖρας τὸν Σταυρόν· αὐτοὶ νὰ ὑποτάξωσι τὸν νοῦν καὶ τὴν θέλησιν εἰς τὴν Πίστιν τοῦ Ἐσταυρωμένου. Πηγαίνομεν νὰ φέρωμεν τὸν κόσμον εἰς ἄλλην Πίστιν, καὶ εἰς ἄλλην ζωήν· νὰ κάμωμεν τὸν εἰδωλολάτρην κόσμον, Χριστιανόν, τὸν ἀσεβῆ κόσμον, ἅγιον».
«Καλά, σεῖς βέβαια ἀποδύεσθε εἰς ἕνα μέγα καὶ δύσκολον ἐπιχείρημα, ἀλλὰ ποῦ εἶναι τὰ στρατεύματά σας;». «Ἡμεῖς εἴμεθα δώδεκα μόνον ἄνθρωποι», ἀποκρίνονται. «Ποῦ εἶναι τὰ ὅπλα σας;». «Ἐκεῖνος ὅστις μᾶς ἔστειλε, παρήγγειλεν εἰς ἡμᾶς νὰ μὴ λάβωμεν οὔτε ράβδον». «Σεῖς λοιπὸν ἔχετε εἰς τὸν νοῦν σας νὰ ἑλκύσετε εἰς τὴν γνώμην σας τοὺς ἀνθρώπους μὲ πλῆθος χρημάτων;». «Ὄχι εἴμεθα πολὺ πτωχοί, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνα τὰ ὀλίγα ὑπάρχοντα τὰ ὁποῖα εἴχαμεν, ἀφήκαμεν πάντα».