Εἰς τὴν Κυριακὴν τῆς ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ διδαχὴ περὶ ΠΙΣΤΕΩΣ, ἐκ τῶν εἰς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Τεσσαρακοστὴν Διδαχῶν τοῦ Ἐπισκόπου Κερνίκης καὶ Καλαβρύτων (1711-1714) Ἡλίου Μηνιάτου, ἐλαφρῶς διωρθωμένος κατὰ τὴν φράσιν.

Ἐπειδὴ δὲ ἡ Πίστις εἶναι ὁ πρῶτος κανὼν τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ οὕτω ἐπίστευον, φαντασθῆτε πὼς ἐζοῦσαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ καιροῦ ἐκείνου. Ποῖος ἐφοβεῖτο νὰ φονεύσῃ; Ποῖος ἐντρέπετο νὰ πορνεύσῃ ἢ νὰ μοιχεύσῃ; Ἀφοῦ ἐπροσκυνοῦντο θεοὶ αἱμοβόροι, ὅπως ὁ Ἄρης καὶ ὁ Ἡρακλῆς, θεοὶ πόρνοι καὶ μοιχοί, ὅπως ὁ Ζεὺς καὶ ἡ Ἀφροδίτη, ποῖος παρεκινεῖτο νὰ κάμῃ τὸ καλόν, ἐφ’ ὅσον δὲν ὑπῆρχεν ἐλπὶς Παραδείσου; Ποῖος ἀπέφευγε τὸ κακόν, ἐφ’ ὅσον δὲν ὑπῆρχε φόβος αἰωνίου Κολάσεως; Ποῖα ἤθη θὰ ὑπῆρχον ἀνάμεσα εἰς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι δὲν ἐγνώριζαν Θεόν, καὶ ἂν τὸν ἐγνώριζαν, δὲν τὸν ἤθελον; Τὸ κακὸν ἦτο καθολικὸν καὶ παμπάλαιον. Ὅθεν ἔγινε δευτέρα φύσις. Πολὺ ἰσχυρὰ ἦτο στερεωμένος εἰς τὴν γῆν ὁ θρόνος τοῦ Ἑωσφόρου πρὸς τὸν ὁποῖον ἦσαν ὁλοτελῶς ἀφιερωμένοι καὶ δεδουλωμένοι οἱ ἄνθρωποι. Τότε δὴ τότε ἀληθινὰ ὁ «Κύριος ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν, εἰ ἔστι συνιών, ἢ ἐκζητῶν τὸν Θεόν πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ψαλμ. ιγ’ 2-3).

Τώρα μετρήσατε, μὲ τὸν νοῦν σας, τὸ βάθος τῆς πλάνης καὶ ἀπωλείας, εἰς τὸ ὁποῖον ἦτο κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην βυθισμένος ὁ κόσμος, μετρήσετε καὶ τὸ ὕψος τῆς θεογνωσίας καὶ ἁγιότητος, εἰς τὸ ὁποῖον ἔμελλε νὰ ἀναβῇ μὲ τὴν Πίστιν τοῦ Χριστοῦ. Ἔμελλε νὰ παύσῃ ἡ εἰδωλολατρία, ἡ ὁποία ἦτο τόσον βαθειὰ ριζωμένη εἰς τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων, καὶ νὰ πιστευθῇ ἕνας μόνος Θεός. Καὶ τοῦτο ὄχι ἁπλῶς, ἀλλὰ Θεὸς εἰς τοὺς οὐρανούς, μὲ μίαν φύσιν καὶ μὲ τρεῖς ὑποστάσεις, πλὴν καὶ αἱ τρεῖς ἕνας Θεός· καὶ Θεὸς εἰς τὴν γῆν μὲ δύο φύσεις καὶ μὲ μίαν ὑπόστασιν, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ἄνθρωπος δὲ θανατωμένος ἐπάνω εἰς ἕνα σταυρόν. Ἔμελλον νὰ πέσωσιν ὅλοι οἱ ναοὶ τῶν εἰδώλων, οἱ ὁποῖοι εἶχον σκεπάσει ὅλην τὴν γῆν καὶ νὰ κτισθῇ μία νέα Ἐκκλησία, εἰς τὴν ὁποίαν, ὡς εἰς ποίμνην, νὰ συναχθῶσιν ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἀπολωλότα πρόβατα. Ἔμελλε νὰ κηρυχθῇ μία νέα διδασκαλία ἐκ διαμέτρου ἐναντία τῆς φιλοσοφίας τοῦ κόσμου, ἥτις νὰ κάμῃ εἰς τὴν ἀρετὴν ἐπιγείους Ἀγγέλους, ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι εἰς τὴν κακίαν ἦσαν ἐπίγειοι δαίμονες. Ἔμελλε, μὲ ὀλίγα λόγια, ὁ κόσμος, ὅστις εἶχε γηράσει εἰς τὴν ἁμαρτίαν, νὰ ἀνακαινισθῇ εἰς τὴν ἁγιότητα, νὰ γίνῃ ἄλλος ἐξ ἄλλου, νὰ ἀλλάξῃ καὶ πίστιν καὶ ζωήν.