Δὲν σᾶς τὸ ἔλεγα ἐγώ, ὅτι κατηντήσαμεν εἰς τὴν ἐσχάτην κακὴν κατάστασιν; ὅτι ἐφθάσαμεν εἰς τοὺς πόδας τῆς εἰκόνος, ὅτι εἴμεθα μέρος σιδηροῖ καὶ μέρος πήλινοι; Δὲν σᾶς ἔλεγα ἐγώ, ὅτι ἀνάμεσα εἰς τόσους Χριστιανοὺς ζητῶ καὶ δὲν εὑρίσκω τὸν ἀληθινὸν Χριστιανόν; «Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἐστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ρωμ. γ’ 12, Ψαλμ. ιγ’ 3, νβ’ 4). Πάντες, Ἱερωμένοι καὶ λαϊκοί, ἄρχοντες καὶ πτωχοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, παιδία, νέοι καὶ γέροντες, ἐξέκλιναν ἀπὸ τὴν Πίστιν, ἠχρειώθησαν εἰς τὴν ζωήν· «οὐκ ἐστιν ἕως ἑνός», ὅστις νὰ ζῇ καθὼς πιστεύει, Χριστιανοί, οἵτινες ἀκούετε ταῦτα, δὲν κλαίετε; Καὶ ἂν δὲν θέλετε νὰ κλαύσετε ἀπὸ κατάνυξιν, κἂν κλαύσετε ἀπὸ ἐντροπήν.
Ὅσον δι’ ἐμέ, ἀντιλαμβάνομαι ὅτι ὁ πόνος τῆς καρδίας μου δὲν ἀφήνει νὰ ὁμιλήσῃ περισσότερον ἡ γλῶσσα μου. Σιωπῶ λοιπὸν καὶ τελειώνω μὲ τοῦτο μόνον Χριστιανέ, καθὼς ἡ Πίστις σου εἶναι ἀληθινὴ καὶ ἁγία, οὕτω πρέπει νὰ εἶναι καὶ ἡ ζωή σου· ἂν αὐτὴ δὲν εἶναι καλὴ καὶ ἁγία, μὴ ἐλπίζεις νὰ σωθῇς. Πρέπει νὰ ζῇς καθὼς πιστεύεις καὶ τότε εὐχαρίστει τὸν Θεὸν διὰ τρία πράγματα. Πρῶτον, ὅτι εἶσαι Χριστιανὸς καὶ ὄχι ἄπιστος. Δεύτερον, ὅτι εἶσαι Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος καὶ ὄχι αἱρετικός. Καὶ τρίτον, ὅτι εἶσαι Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος, τόσον κατὰ τὴν Πίστιν, ὅσον κατὰ τὴν ζωὴν καὶ ὄχι κατὰ τὴν Πίστιν μόνον. Τότε ἔλπιζε νὰ σωθῇς, νὰ ἀπολαύσῃς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν.