Ἔπειτα ἠκολούθησε τὸ στῆθος τὸ ἀργυροῦν, κατῆλθεν ἡ τιμή· πολύτιμον εἶναι καὶ τὸ ἀσῆμι· ἀλλ’ ὄχι ὡσὰν τὸ χρυσάφι τὸ καθαρόν· μὲ τὴν πάροδον τοῦ χρόνου ἐψυχράνθη ἡ θερμὴ ἐκείνη ζέσις τῆς Πίστεως, ἐσμικρύνθη ἡ ἀρετή· ἡ ζωὴ τῶν Χριστιανῶν ἦτο καλή, ἀλλ’ ὄχι καὶ ὡς ἐκείνη τῶν πρώτων. Ὑστερώτερον ἦλθεν ἡ κοιλία ἡ χαλκίνη· ἐπροχώρησε δηλαδὴ εἰς τὸ χειρότερον· ἦλθε κάποια πολιτεία πολὺ κατώτερη καὶ ἀπὸ τὴν πρώτην, καὶ ἀπὸ τὴν δευτέραν, κάποια ἤθη σκληρὰ καὶ δύσκολα· πλὴν καθὼς τὸ χάλκωμα, ἂν δὲν ἀξίζῃ, ὡς τὸ χρυσάφι ἢ τὸ ἀσῆμι, ὅμως ἔχει καὶ κάποιαν ἀξίαν, τοιούτου εἴδους ἦσαν καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἐκεῖνοι, ἂν καὶ δὲν ἦσαν ὡς τοὺς πρώτους ἢ τοὺς δεύτερους, μ’ ὅλον τοῦτο δὲν ἦσαν ἐντελῶς ἀχρεῖοι. Ἂν δὲν ἦσαν τέλειοι, δὲν ἦσαν οὐτιδανοί. Ἀνάμεσα εἱς τὰς πολλὰς κακίας εὑρίσκετο καὶ μία ἀρετή· «κοιλία χαλκίνη». Ἀλλὰ τέλος πάντων εἰς τοὺς δυστυχισμένους τούτους καιρούς, ἡμεῖς ἐφθάσαμεν εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς εἰκόνος, εἰς τοὺς πόδας, καὶ ἐκεῖνοι εἶναι μέρος μὲν σιδηροῖ, μέρος δὲ πήλινοι· «μέρος μέν τι σιδηροῦν, μέρος δέ τι ὀστράκινον» (ἔνθ’ ἀνωτέρω)· ὅπερ σημαίνει, ὅτι ἤλθομεν εἰς τόσον ἀθλίαν κατάστασιν, ὥστε δὲν ἠμποροῦμεν νὰ καταντήσωμεν οὔτε κατώτερα, οὔτε χειρότερα. Μέρος εἴμεθα σίδηρος, καὶ μέρος πηλός. Σίδηρος χωρὶς λάμψιν ἀρετῆς, σκουριασμένοι ἀπὸ τὴν ἀμάθειαν, σκληροὶ εἰς τὴν ἁμαρτίαν· πηλὸς τὰ ἤθη μας, τὰ ἔργα μας ἐσπιλωμένα, ἄτιμα, οὐτιδανά, ἡ κακία μας ἐπροχώρησεν εἰς τὸ ἔπακρον, ἡ Πίστις μας εἶναι Χριστιανική, ἀλλ’ ἡ ζωή μας ἐθνική. Νὰ σᾶς δώσω νὰ ἐννοήσητε ὀφθαλμοφανῶς.
Μεσημβρία ἦτο ὅταν ὁ Διογένης ἤναψε ποτὲ τὸ φανάρι του, καὶ περιήρχετο τὴν ἀγορὰν τῶν Ἀθηνῶν, ἀναζητῶν νὰ εὕρῃ τι. Ἐγέλων ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι τὸν ἔβλεπον καὶ τὸν ἠρώτων· «Διογένη, τί ζητεῖς;». «Ζητῶ ἄνθρωπον» ἀπεκρίνατο. Ἀλλὰ πῶς; Δὲν βλέπεις τόσους ἀνθρώπους; Δὲν ἀπαντᾷς τόσους ἀνθρώπους; Ἡ ἀγορὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀνθρώπους, καὶ μέσα εἰς τόσους ἀνθρώπους σὺ ζητεῖς ἄνθρωπον; Ναί, ἄνθρωπον ζητῶ, ἄνθρωπον ζητῶ! Ἀλλὰ τί εἴδους ἄνθρωπον ζητεῖ ὁ Διογένης; Δύο κατηγορίαι ἀνθρώπων ὑπάρχουν· ὑπάρχουν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι μορφὴν μόνον καὶ θεωρίαν ἀνθρώπου ἔχουν καὶ οὗτοι εἶναι ἄνθρωποι κατὰ τὸ ἐξωτερικὸν σχῆμα καὶ κατὰ τὸ φαινόμενον. Ὅμοια εἶναι καὶ τὰ λείψανα καὶ τὰ ἀγάλματα καὶ τὰ εἴδωλα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἐσωτερικῶς δὲν ἔχουν καμμίαν σχέσιν μὲ τὸν ἄνθρωπον· μάλιστα συμπεριφέρονται ὡς ἄλογα ζῷα, εἴτε εἰς τὰ πάθη, εἴτε εἰς τὴν ἀχρειότητα. Ἐξ αὐτῶν ἔβλεπε πολλοὺς ὁ Διογένης, ἀλλὰ δὲν ἀνεζήτει τοιούτους.