Ὁ δυστυχισμένος Ἠσαῦ, ὅταν ἔμαθεν, ὅτι ἔχασε τὰ προνόμια τῶν πρωτοτοκίων, ὅταν ἤκουσεν, ὅτι διὰ τῆς πατρικῆς εὐλογίας ἐδόθησαν ταῦτα εἰς τὸν ἀδελφόν του Ἰακώβ, ἦλθεν εἰς τόσην λύπην, ὥστε ἐφώναξε μὲ πικρὰ δάκρυα εἰς ἐπήκοον πάντων τὴν μεγάλην του δυστυχίαν καὶ ἀπαρηγόρητον συμφοράν· «Ἐγένετο δὲ ἠνίκα ἤκουσεν Ἠσαῦ τὰ ρήματα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἰσαάκ, ἀνεβόησε φωνὴν μεγάλην καὶ πικρὰν σφόδρα» (Γεν. κζ’ 34). Ἄθλιος λοιπὸν ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ἀξιοδάκρυτος ἡ κατάστασίς του· ἐπειδὴ διὰ μίαν ἁμαρτίαν γυμνοῦται ἀπὸ τὸν Θεόν. Καὶ ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν εὐλογίαν τῶν πρωτοτοκίων, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ χάρισμα τῆς υἱοθεσίας. Δὲν τοῦ μένει πλέον καμμία εὐλογία, ἀλλὰ μάλιστα κατάρα· «Ἐὰν ἀποθάνητε εἰς κατάραν μερισθήσεσθε» (Σειρ. μα’ 9). Καὶ πῶς τοῦτο; Διότι ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας χωρίζεται ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, διαλύει ἐκείνην τὴν θαυμαστὴν συγγένειαν, δὲν κατοικεῖ πλέον ὁ Θεὸς εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἁμαρτωλοῦ, δὲν εἶναι πλέον οἱ δύο ἓν κατὰ τὸν λόγον τῆς φιλίας.
Ὁ Θεὸς καθ’ ὃ ἀπερίγραπτος εὑρίσκεται πανταχοῦ, περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι ὁ ἥλιος, ἀλλὰ εἰς τὴν καρδίαν τοῦ δικαίου εὑρίσκεται μὲ πλέον ἐξαίρετον τρόπον· μὲ περισσοτέραν τιμήν, ἀπὸ ὅ,τι ὁ Ἄγγελος, ὅταν συνωμιλοῦσε μὲ τὸν Γεδεών (Κριτῶν ϛ’ 11-22), καὶ ὁ Ἀρχάγγελος ὅταν συνωμιλοῦσε μὲ τὴν Παρθένον (Λουκ. α’ 26-38). Καὶ λοιπὸν πῶς δὲν εἶναι ἀξιοδάκρυτος ὁ τοιοῦτος, πῶς δὲν εἶναι ὁ ἀθλιώτερος καὶ δυστυχέστερος, ἐνδεδυμένος ἀληθῶς τὰ νεκρά, πενιχρά, πτωχικά, ἄξια δακρύων δέρματα τοῦ Ἀδάμ; Ἴδετε μέσα εἰς τὴν θείαν Γραφὴν πόσην παρηγορίαν, πόσον θάρρος, πόσην χαρὰν ἔδιδεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς φίλους του, ὅταν τοὺς ἐφανέρωνε, ὅτι εἶναι μαζί τους. «Μὴ φοβοῦ» ἔλεγεν (Γεν. κϛ’ 24) εἰς τὸν Ἰσαὰκ ὁ Θεός, ὅταν ἤθελε νὰ τὸν ἐνδυναμώσῃ, νὰ μὴ φοβῆται τὰς ἐπιβουλὰς τῶν Φιλισταίων, «μετὰ σοῦ γάρ εἰμι»· Μὴ φοβοῦ, ἔλεγεν εἰς τὸν Ἰακώβ, ὅταν τὸν ἐπρόσταξε νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν πατρίδα του, «ἔσομαι μετὰ σοῦ» (Γεν. λα’ 3). Οὕτως ἔλεγεν εἰς τὸν Μωϋσῆν, ὅταν τὸν ἐπρόσταξε νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν Αἴγυπτον, διὰ τὴν ἐλευθερίαν τοῦ αἰχμαλωτισμένου Ἰσραήλ· Μὴ φοβοῦ, «ἔσομαι μετὰ σοῦ» (Ἐξόδ. γ’ 12). Οὕτως ἔλεγεν εἰς τὸν Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ, ὅταν ἠθέλησε νὰ τοῦ δώσῃ καρδίαν καὶ θάρρος ν’ ἀναδεχθῇ τὴν ἐπιστασίαν τοῦ λαοῦ. «Μὴ δειλιάσῃς, μηδὲ φοβηθῇς, ὅτι μετὰ σοῦ Κύριος ὁ Θεός σου» (Ἰησ. α’ 9). Τὰ ἴδια ἔλεγεν εἰς τὸν Ἱερεμίαν, ὅταν τὸν ἔστελλε νὰ κηρύξῃ τὴν ἀλήθειαν εἰς τοὺς ἀποστάτας (Ἱερ. α’ 8-19).