ΑΞΙΟΝ ἀληθῶς θαύματος καὶ ἄξιον ἀπορίας εἶναι τὸ πῶς τὰ πατρικὰ ἐκεῖνα καὶ φιλάνθρωπα σπλάγχνα τοῦ οὐρανίου Πατρὸς ἐψυχράνθησαν τόσον γρήγορα. Πῶς ἡ μεγαλόδωρος ἐκείνη χεὶρ τοῦ Παντοδυνάμου φαίνεται τόσον πτωχή, τόσον σμικρολόγος, εἰς τὸν ἠγαπημένον του Πρωτόπλαστον Ἀδάμ; Ποῦ εἶναι, Θεέ μου, ἐκεῖνα τὰ θερμότατά σου σπλάγχνα; Ποῦ εἶναι ἐκείνη ἡ πλουσιοπάροχος δεξιά, δι’ ἧς ἐδημιούργησας ἀπὸ ἕνα πηλὸν τοῦτον τὸν Ἀδάμ, ἐχειροτόνησας ἕνα μονάρχην τοῦ παντός, στολίσας αὐτὸν μὲ πᾶν εἶδος ἀρετῆς, καὶ στεφανώσας μὲ κάθε τελειότητα σοφίας καὶ γνώσεως [1]; Πῶς τώρα εἰς τὴν δυστυχίαν του, εἰς τὸν κρημνισμόν του, ἡ μεγαλόδωρος δεξιά σου φαίνεται τόσον πτωχή, ὥστε δὲν εὑρέθη ἄλλο νὰ σκεπάσῃ τὴν γύμνωσιν τοῦ ἠγαπημένου σου Πρωτοπλάστου Ἀδάμ, παρὰ ἕνα δέρμα νεκρόν, καταφρονεμένον, πτωχόν, ἀντὶ τῆς πρώτης πορφύρας, ἀντὶ τῆς πρώτης βασιλικῆς στολῆς; Πῶς τὸ ὑπομένει ἡ τόσον θερμή σου ἀγάπη, νὰ βλέπῃς μὲ τοιοῦτον καταφρονεμένον ἔνδυμα τὴν ἰδικήν σου Εἰκόνα;
Ἂς εἶναι, τοῦ ἔπρεπεν ὡς ἀχάριστος νὰ ἐξορισθῇ ἀπὸ τὴν βασιλικὴν καθέδραν, τοῦ ἔπρεπεν ὡς παρήκοος νὰ στερηθῇ τῆς πρώτης ἐκείνης παρρησίας, τῆς πρώτης συνομιλίας· τοῦ ἔπρεπε νὰ βλέπῃ ἀπὸ μακρόθεν τὰ κάλλη ἐκεῖνα τοῦ Παραδείσου καὶ κλαίων νὰ λέγῃ· «Ἄθλιος ἐγώ, εἰς ποῖον τέλος μὲ κατεδίκασεν ἡ ἁμαρτία· ἐγὼ πρότερον ἤμουν ἕνας μονάρχης τούτου τοῦ κόσμου καὶ τώρα ἕνας πτωχὸς γεωργός. Πρότερον ἐκοιμώμουν ὑποκάτω εἰς τὰς σκιὰς τῶν γλυκυτάτων φυτῶν τοῦ Παραδείσου καὶ τώρα ἀγρυπνῶ διὰ νὰ γεωργῶ ἐκείνας τὰς ἀκάνθας, ὅπου μοῦ ἐγέννησεν ἡ ἁμαρτία. Πρότερον ἦσαν εἰς τὴν ὑπακοήν μου καὶ αὐτὰ τὰ στοιχεῖα, ἐνῷ τώρα μὲ καταφρονοῦν. Ἀπεστάτησαν καὶ αὐτὰ τὰ ἄλογα θηρία· αἱ πρῶται εὐτυχίαι μου βαρύνουσι περισσότερον τὴν δυστυχίαν, εἰς τὴν ὁποίαν τώρα εὑρίσκομαι, τὸ ὕψος τῆς ἀξίας, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐξέπεσα, μοῦ δίδει ἀφορμὴν νὰ βλέπω τώρα δριμύτερον τὸ πάθος τῆς δυστυχίας μου, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκομαι. Εὐτυχισμένα πλούτη τοῦ Παραδείσου, σεῖς ἐστάθητε πρότερον ὁ θρόνος τῆς ἰδικῆς μου δόξης καὶ τώρα σᾶς εὑρίσκω ὑποκείμενα τῶν ἰδικῶν μου δυστυχιῶν».