Δὲν βλέπεις, εἰπέ μοι, τὰς τόσας τύψεις τῆς συνειδήσεώς σου; Δὲν βλέπεις πόθεν σὲ περικυκλώνουν καθ’ ἑκάστην οἱ τοιοῦτοι μεμολυσμένοι λογισμοί; Πόθεν ὁ τοσοῦτος χειμὼν τῆς καρδίας σου; Πόθεν ἡ τοσαύτη καταφρόνησις τῶν ἀρετῶν; Πόθεν αἱ τόσαι ἄτακτοι ἐπιθυμίαι πολιορκοῦσι τὴν ἀθλίαν ψυχήν σου; Πόθεν τόσον σκότος εἰς τὸν νοῦν σου, παρὰ τὸ ὅ,τι ἄφησες τὸ φῶς τῆς ἰδικῆς σου ψυχῆς; Πόθεν ἡ τόση ἀλησμονησία τοῦ οὐρανοῦ, παρὰ τὸ ὅ,τι εἶσαι μακρὰν ἀπὸ τὸν Ποιητὴν τοῦ οὐρανοῦ; Πόθεν ἡ τοσαύτη ἀμέλεια καὶ ἀκηδία εἰς τὴν προσευχήν; Πόθεν ὁ τόσος βαρὺς ὕπνος, ὅπου σὲ καταδυναστεύει εἰς τὸν καιρὸν τῶν θείων λόγων; Πόθεν ἄλλοθεν ἡ τοσαύτη ἀδυναμία εἰς τὸ νὰ ὑποφέρῃς ἕνα ψυχρὸν λόγον τοῦ ἀδελφοῦ σου, παρὰ διότι ἐμακρύνθης ἀπὸ τὴν παντοδυναμίαν τοῦ σοῦ Δεσπότου; Διὰ τοῦτο ἐψυχράνθη ἡ ἀδελφικὴ ἀγάπη εἰς τὴν καρδίαν σου, διότι ἐμακρύνθης ἀπὸ Ἐκεῖνον, ὅστις ἔχει τὸ ὄνομα ἀγάπη. Διὰ τοῦτο ταράττεται συχνὰ ὁ νοῦς σου καὶ ἀπὸ κάθε λεπτὸν φύσημα τοῦ σκανδάλου, διότι ἐμακρύνθης ἀπὸ τὴν σκέπην Ἐκείνου, ὅστις καταπαύει τὰς ταραχὰς τῶν ἀνέμων μὲ ἕνα νεῦμα. Διὰ τοῦτο σαλεύεται καὶ ἀπὸ παραμικρὰν προσβολὴν τοῦ πονηροῦ διαβόλου ἡ ψυχή σου, διότι λείπει ἀπὸ σὲ ὁ ἀκρογωνιαῖος Λίθος, ὁ Χριστός. Διὰ τοῦτο ἐδουλώθης ὅλος εἰς τὰ μάταια, εἰς τὰ οὐτιδανά, διότι ἐμάκρυνες ἀπὸ τὸν νοῦν σου τὰ αἰώνια καὶ τίμια. Διὰ τοῦτο συχνά, συχνὰ σοῦ σκοτίζει τὴν κεφαλὴν ὁ καπνὸς τῆς κενῆς δόξης καὶ διὰ τοῦτο ζητεῖς νὰ δοξασθῇς ἀπὸ τὸν πρόσκαιρον πλοῦτον, διότι ἔχασες, ἀπέβαλες τὸν πολύτιμον στέφανον τῆς οὐρανίου υἱοθεσίας καὶ διὰ τοῦτο ζητεῖς ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον σοῦ δίδει ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου.
Ἠγαπημένε μου ἁμαρτωλέ, ἀρκετὸς εἶναι ὁ χρόνος τοῦ βίου σου ὁ ὁποῖος ἐπέρασε, σοῦ φωνάζει ὁ μακάριος Πέτρος (Α’ Πέτρ. δ’ 3). Φθάνει. Ἕως πότε θὰ καταφρονῇς τοιοῦτον Δεσπότην; Ἀρκετὸς εἶναι ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τοιοῦτον φίλον· ἄλλως, σὲ παρακαλῶ, εὗρε ἄλλον τόπον, μέσα εἰς τὸν ὁποῖον νὰ καταφρονῇς τὸν Πλάστην σου. Ποῦ ὅμως; Εἰς τοὺς ἀγρούς, τοὺς ὁποίους στολίζει Ἐκεῖνος μὲ τόσα ἄνθη δι’ ἀγάπην σου; Καὶ μὲ τόσους καρποὺς διὰ τὴν τροφήν σου; Εἰς τὴν θάλασσαν, τὴν ὁποίαν σοῦ ἅπλωσε διὰ τὰς πραγματείας σου; Εἰς τὰ ὄρη, τὰ ὁποῖα ἔχει γεμάτα μὲ τόσα ὕδατα διὰ τὴν δίψαν σου; Ποῦ νὰ ὑπάγῃς καὶ νὰ μὴ ἴδῃς τὸν ἰδικόν σου εὐεργέτην, τὸν ὁποῖον καταφρονεῖς; Εἰς τὸν ἥλιον, ὅστις σοῦ δίδει τόσον φῶς; ἢ εἰς τοὺς οὐρανούς, ὅπου κινοῦνται διὰ τὴν ὠφέλειάν σου; Δὲν εὑρίσκεις κανένα τόπον, διότι «τοῦ ἐλέους Κυρίου πλήρης ἡ γῆ» (Ψαλμ. λβ’ 5). Πανταχοῦ, πανταχοῦ εὑρίσκεις εὐεργέτην σου τὸν Δεσπότην, τὸν ὁποῖον καταφρονεῖς. Διὰ τοῦτο ἀρκετὸς ὁ περασμένος ἤδη χρόνος τοῦ βίου, ἀρκετός.