Λόγος εἰς τὴν ΚΥΡΙΑΚΗΝ τοῦ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ, ὅτι ἡ συνήθεια τοῦ Ἁμαρτάνειν εἶναι ἡ Ἀξιοδάκρυτος καταδίκη. Ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ, ἐλαφρῶς διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

Στρέψε μίαν φορὰν τὸν ὀφθαλμόν σου εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Καϊάφα διὰ νὰ πληροφορηθῇς τοῦτο, τὸ ὁποῖον σοῦ λέγω. Θέλεις ἴδει ἐκεῖ μέσα τὸν Πέτρον, ὅστις εἰς τὴν ἀρχὴν ἐρωτηθείς, ἂν εἶναι καὶ αὐτὸς Μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ἀπεκρίθη· «Οὐκ οἶδα τί λέγεις» (Ματθ. κϛ’ 70). Καὶ πάλιν ἐρωτηθεὶς δεύτερον, μετ’ ὀλίγην ὥραν, κάμνει καὶ ὅρκον, λέγων· «Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον» (αὐτ. 72). Τρίτον ἐρωτηθείς, προσθέτει καὶ ἀνάθεμα· «Τότε ἤρξατο καταθεματίζειν καὶ ὀμνύειν ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον» (αὐτ. 74). Ὦ κατηραμένη συνήθεια καὶ τί δὲν δύνασαι νὰ πράξῃς! Ποῖον δὲν δύνασαι νὰ κρημνίσῃς! Ἂς φύγωμεν λοιπόν, ὦ ἠγαπημένοι μου, τὴν συνήθειαν τῆς ἁμαρτίας, ἄς μὴ καταφρονήσωμεν τὴν μικρὰν συνήθειαν διὰ νὰ μὴ κυριευθῶμεν ἀπὸ τὴν μεγάλην. Ὁ Πέτρος ἂν δὲν ἄφηνε νὰ χωρέσῃ εἰς τὴν ψυχήν του αὕτη ἡ παραμικρὰ λέξις, «οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον» (ἐνθ. ἀνωτ.), δὲν ἤθελεν ἔλθει εἰς τόσην μεγάλην ἀνάγκην, ὥστε νὰ προσθέσῃ ἐπάνω εἰς ἐκεῖνο τὸ «οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον», ὅρκον καὶ ἀνάθεμα.

Ἀξιέπαινον ἔργον ἂν καὶ εἰς τὸ φαινόμενον ἐπίψογον ἦτο ἐκεῖνο ὅπερ ἔπραξεν εἷς νέος, τὸν ὁποῖον συνέλαβον οἱ δήμιοι διὰ νὰ τὸν κρεμάσωσι, διότι ἦτο κλέπτης. Παρεκάλεσε δηλαδὴ τοὺς δημίους νὰ τὸν ἀφήσωσι νὰ πλησιάσῃ εἰς τὴν μητέρα του, ἡ ὁποία ἦτο ἐκεῖ πλησίον καὶ ἔκλαιεν. Ἐκεῖνοι, ἂν καὶ ἄσπλαγχνοι εἰς τὰς συμφορὰς τῶν ἄλλων, ὅμως τότε, δὲν γνωρίζω πῶς ἐφάνησαν συμπαθητικοὶ καὶ ἔδωσαν ἄδειαν εἰς ἐκεῖνον τὸν καταδικασμένον νέον νὰ πλησιάσῃ τὴν μητέρα του, νομίζοντες ὅτι θέλει νὰ τὴν ἀσπασθῇ καὶ νὰ τῆς εἴπῃ τὸ τελευταῖον ὑγίαινε, ἐπειδὴ κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν ἔμελλε νὰ χωρισθῇ τὸν τοιοῦτον χωρισμόν. Τοιουτοτρόπως ἄφησαν οἱ δήμιοι τὸν νέον, ἂν καὶ δεδεμένον, καὶ ἐπλησίασε κοντὰ εἰς τὴν μητέρα του. Ἐκεῖ ὅμως, προσποιούμενος, ὅτι θέλει νὰ τῆς εἴπῃ εἰς τὸ αὐτίον λόγον τινὰ κρυφόν, ἁρπάζει μὲ τοὺς ὀδόντας του τὸ αὐτίον τῆς μητρός του καὶ τὸ κόπτει. Τοῦτο τὸ ἀσεβὲς ἔργον ἐτάραξε πολὺ τοὺς περιεστῶτας, ὥστε νὰ λέγωσιν, ὅτι αὐτὸς ὁ νέος ὄχι μόνον εἰς τοὺς ἄλλους ἦτο ἄδικος, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν ἰδίαν αὐτοῦ μητέρα. Ἐκεῖνος ὅμως ἀποκρίνεται· «Αὕτη εἶναι ἡ αἰτία τοῦ τοιούτου θανάτου μου, αὕτη καὶ ὅλης τῆς κακίας μου. Διότι ἂν ἤθελε κόψει τὴν συνήθειαν, τὴν ὁποίαν εἶχον εἰς τὴν νεότητα νὰ κλέπτω τὰς πινακίδας τῶν συμμαθητῶν μου, δὲν ἤθελον τολμήσει νὰ κλέψω καὶ τὴν ὀκτώηχον καὶ ἀκολούθως νὰ πράξω κακὰ μεγαλύτερα καὶ τοιουτοτρόπως νὰ ἔλθω εἰς αὐτὴν τὴν συμφοράν».


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἐκ τῶν πολλῶν φιλοσοφικῶν συγγραμμάτων τοῦ μεγάλου ἐκείνου φιλοσόφου τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, τοῦ Ἀριστοτέλους, εἶναι καὶ τὸ περὶ οὗ ὁ λόγος ἐνταῦθα σύγγραμμά του, ὑπὸ τὸν γενικὸν τίτλον «Πολιτικά». Ἐν τῷ συγγράμματι τοῦτο, ὅπερ ἀναδεικνύει τὸν Ἀριστοτέλην, ἐκτὸς τῶν ἄλλων φιλοσοφικῶν του θεωρημάτων, καὶ ὡς θεμελιωτὴν τῆς πολιτικῆς ἐπιστήμης καὶ φιλοσοφίας, ὁ ἀρχαῖος ἐκεῖνος Ἕλλην σοφὸς ἀναπτύσσει θεωρητικῶς τὸ πῶς πρέπει νὰ συγκροτῆται καὶ νὰ ὀργανώνεται ἡ πολιτεία. Οὗτος, τῇ βοηθείᾳ τῶν μαθητῶν του τοῦ Λυκείου Ἀθηνῶν, ὅπερ ὁ ἴδιος εἶχεν ἱδρύσει καὶ εἰς τὸ ὁποῖον ἐδίδασκεν, εἶχε προβῆ εἰς τὴν συγγραφὴν 158 μονογραφιῶν, ἐν ταῖς ὁποίαις περιεγράφετο ἡ πολιτικὴ ὀργάνωσις καὶ ἐξέλιξις ἰσαρίθμων ἀρχαίων πολιτειῶν. Μεταξὺ τούτων ἦτο καὶ ἡ «Ἀθηναίων Πολιτεία», ἥτις καὶ μόνον διεσώθη. Ὁ Ἀριστοτέλης ἔζησε κατὰ τὸν Δʹ πρὸ Χριστοῦ αἰῶνα· ἐχρημάτισε μαθητὴς τοῦ Πλάτωνος, ἦτο δὲ καὶ αὐτὸς εἰδωλολάτρης, πλὴν ὅμως διὰ τῶν φιλοσοφικῶν του ἀναζητήσεων ἀντελήφθη καὶ ἐδίδαξεν ὅτι ὑπεράνω ὅλων ὑπάρχει τὸ «κινοῦν ἀκίνητον», ὁ εἷς δηλαδὴ ἀληθὴς καὶ μόνος Θεός.