Διὰ ταῦτα ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος παρομοιάζει τὴν κακὴν συνήθειαν τῆς ἁμαρτίας μὲ ἕνα ὕπνον βαθύν, ἀπὸ τὸν ὁποῖον, ὅταν ἐξυπνήσῃ ὁ ἄνθρωπος, θέλει νὰ περιπατήσῃ πλὴν δὲν δύναται, ἐπειδὴ ἐμποδίζεται ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ ὕπνου. Τοιοτοτρόπως καὶ ἐκεῖνος, ὅστις εἶναι κυριευμένος απὸ πολυκαιρινὴν συνήθειαν τῆς ἁμαρτίας, ἀκούει τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὅστις λέγει· «Ἀπολειπέτω ὁ ἀσεβὴς τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ ἀνὴρ ἄνομος τὰς βουλὰς αὐτοῦ καὶ ἐπιστράφητε πρός με καὶ ἐλεήσω ὑμᾶς καὶ ἀφήσω τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν» (Ἡσ. νε’ 7). Θέλει νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸν Θεόν, ἐπιθυμεῖ νὰ ἀφήσῃ τὰς ἁμαρτίας, πλὴν δὲν δύναται, ἐμποδιζόμενος ἀπὸ τὴν συνήθειαν καὶ ἂν ποτὲ φαίνεται ὅτι ἐπιστρέφει πρὸς τὸν Θεόν, δὲν εἶναι ἡ ἐπιστροφή του ἀληθής, ἀλλ’ ἐπίπλαστος. Καὶ καθὼς ὅταν πέσῃ ἡ βροχὴ εἰς τὴν γῆν φαίνονται ὅτι βρέχονται καὶ αἱ πέτραι, πλὴν ἔξωθεν, ἐὰν δὲ εἰς τὸ μέσον τὰς ἴδῃς, εἶναι κατάξηροι καὶ ἔρημοι ἀπὸ τὴν δρόσον τῆς βροχῆς. Τὸ ἴδιον γίνεται καὶ εἰς ἐκείνους τῶν ὁποίων ἡ καρδία ἐσκληρύνθη ἀπὸ τὴν πονηρὰν συνήθειαν· ἔξωθεν φαίνονται ὅτι ἐδέχθησαν τῆς μετανοίας τὴν θείαν δρόσον. Ὅθεν πολλάκις καὶ ἀναστενάζουσι καὶ κλαίουσιν, ὅμως ἔσωθεν εἶναι ξηρὰ καὶ ἔρημος ἡ καρδία των ἀπὸ τὴν δρόσον τῆς θείας μετανοίας, ἐπειδὴ ἡ συνήθεια ἡ πονηρὰ δὲν δίδει δρόμον εἰς τὴν δρόσον τοῦ θείου λόγου νὰ φθάσῃ ἕως εἰς τὰ ἐνδότερα μέρη τῆς ψυχῆς. «Ἀπετύφλωσε γὰρ αὐτοὺς ἡ κακία αὐτῶν καὶ οὐκ ἔγνωσαν μυστήρια Θεοῦ» (Σοφ. Σολ. β’ 21-22).
Παρομοιάζει εἷς διδάσκαλος ἐκείνους, οἵτινες εἶναι κυριευμένοι ἀπὸ τὴν συνήθειαν τῆς ἁμαρτίας, μὲ ἓν παιχνίδιον τὸ ὁποῖον μεταχειρίζονται τὰ παιδία. Συλλαμβάνουσι αὐτὰ πολλάκις κανὲν ἄγριον πτηνόν, τὸ δένουσιν ἀπὸ τὸν πόδα μὲ κλωστὴν καὶ ἀφήνουσιν αὐτὸ ἐλεύθερον διὰ νὰ πετάξῃ. Πετᾷ ἐκεῖνο εἰς ὕψος διὰ νὰ φύγῃ, ὅμως τὰ παιδία σύρουσι καὶ πάλιν αὐτὸ πρὸς τὰ κάτω. Τὸ ἴδιον παιχνίδι φαίνεται ὅτι κάμνει καὶ ὁ διάβολος μὲ ἐκείνους, τοὺς ὁποίους ἔχει δεδεμένους μὲ τὸ σχοινίον τῆς συνηθείας. Πολλάκις τοὺς δίδει ἐλευθερίαν νὰ πετάξωσιν εἰς τὸ ὕψος τῆς ἀρετῆς. Ὅθεν τοὺς βλέπεις, ἂν καὶ εὑρισκομένους ἀκόμη μέσα εἰς τὰ πάθη καὶ εἰς τὰ δεσμὰ τῶν προτέρων ἁμαρτιῶν, νὰ κάμνουσιν ἀρχὴν νὰ ἐγκρατεύωνται, νὰ νηστεύωσι, νὰ κατηγορῶσι τὴν πρώτην ζωήν, νὰ ψέγωσι τὴν δουλείαν τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ ἐπαινῶσι τὴν ἐλευθερίαν τῆς ἀρετῆς. Ὅμως ἀνάμεσα εἰς αὐτὸ τὸ καλὸν προοίμιον τῆς ἀρετῆς, τοὺς βλέπεις πάλιν νὰ κρημνίζωνται εἰς τὸ βάραθρον τῆς κακίας, ἐπειδὴ ὁ διάβολος τοὺς ἔχει δεμένους μὲ τὸ σχοινίον τῆς συνηθείας.