Λόγος εἰς τὴν ΚΥΡΙΑΚΗΝ τοῦ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ, ὅτι ἡ συνήθεια τοῦ Ἁμαρτάνειν εἶναι ἡ Ἀξιοδάκρυτος καταδίκη. Ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ, ἐλαφρῶς διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

ΚΛΙΝΕΙ φυσικὰ ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸ νὰ λυπῆται καὶ νὰ πονῇ εἰς τὰς δυστυχίας καὶ συμφορὰς τῶν ἄλλων· ἴσως διότι εἶναι κοιναί, ἢ διότι ὅλοι εἴμεθα ἐκ τοῦ αὐτοῦ φυράματος, ἢ διότι δὲν γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα. Δὲν εἶναι βέβαιος, ὅτι ἐν τῷ βίῳ αὐτοῦ δὲν θέλουσι φυτρώσει εἰς τὸ ἰδικόν του ὑποκείμενον αἱ ἄκανθαι τῶν πόνων, τὰς ὁποίας βλέπει εἰς τοὺς ἄλλους καὶ διὰ τοῦτο λοιπὸν δικαίῳ τῷ λόγῳ ἕκαστος λαμβάνει μίαν συμπάθειαν ἀπὸ τὴν θεωρίαν τῶν ἀσθενειῶν καὶ πόνων τοῦ ἄλλου. Ὡς νὰ εἴπωμεν, ποῖος ἤθελεν εὑρεθῆ τόσον σκληρὸς εἰς τὴν καρδίαν, τόσον θηριογνώμων εἰς τὴν διάθεσιν, ὥστε νὰ μὴ συλλυπηθῇ καὶ νὰ μὴ συμπονέσῃ σήμερον, ἀκούων ἀπὸ τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον τοὺς πολλοὺς ἐκείνους χρόνους, τοὺς ὁποίους διῆλθεν ὁ σημερινὸς παράλυτος κατάκοιτος, ὡς ἀναίσθητος λίθος ἐπάνω εἰς ἕνα κράβατον; Τίνος ψυχὴ δὲν ἤθελε πονέσει, ὅταν ἀκούσῃ, ὅτι αὐτὸς ὁ ταλαίπωρος ἦτο ὄχι μόνον παράλυτος, ἀλλὰ καὶ εἰς ἐσχάτην πτωχείαν καὶ διὰ τοῦτο ἔρημος ἀπὸ φίλους, γυμνὸς ἀπὸ συγγενεῖς; Ποῖος νὰ μὴ συλλυπηθῇ, ὅταν συλλογισθῇ ὄχι μόνον τοὺς πόνους τοὺς ὁποίους τοῦ προεξένει ἡ βαρυτάτη ἀσθένεια τῆς παραλύσεως, ἀλλ’ ἀκόμη τὴν λύπην καὶ τὸ παράπονον τὸ ὁποῖον ἠσθάνετο, ὅταν ἔβλεπε τὸν Ἄγγελον, ὅστις ἐτάραττε τὸ ὕδωρ τῆς κολυμβήθρας καὶ ἰατρεύετο ἄλλος καὶ ἔφευγε, αὐτὸς δὲ ἔμενε πάντοτε ἐκεῖ κοιτόμενος; Ὥστε νομίζω, ὅτι ὅσοι χρόνοι διήρχοντο, ὅσοι ἰατρεύοντο, τόσας πληγὰς ἐλάμβανεν ὁ δυστυχὴς αὐτὸς παράλυτος, συλλογιζόμενος ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶχον συγγενεῖς καὶ φίλους, οἵτινες τοὺς ἐβοήθουν διὰ τὴν θεραπείαν των, καὶ δι᾽αὐτὸν δὲν εὑρέθη ποτὲ εἰς τόσους χρόνους, οὔτε φίλος, οὔτε συγγενής, νὰ τὸν βοηθήσῃ νὰ ἰατρευθῇ.

Ποῖος λοιπὸν εἶναι ἐκεῖνος, ὅστις συλλογιζόμενος τὴν ἐσχάτην ταύτην πτωχείαν τοῦ παραλύτου τούτου δὲν θὰ συλλυπηθῇ; Καὶ καθὼς δὲν εἶναι κανεὶς ὅστις νὰ μὴ παρακινηθῇ εἰς συμπαθητικὴν διάθεσιν ἀπὸ τὴν δυστυχίαν ταύτην τοῦ παραλύτου, τοιουτοτρόπως δὲν θέλει εὑρεθῆ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος οὐδεὶς ὅστις νὰ μὴ ἀγανακτήσῃ καὶ νὰ μὴ παρακινηθῇ εἰς θυμὸν καὶ ὀργήν, ὅταν ἤθελεν ἴδει ἕτερόν τινα παράλυτον, ὁ ὁποῖος ἔχων ἄνθρωπον, ὅστις ἵσταται πάντοτε πρόθυμος, ἕτοιμος διὰ νὰ δώσῃ τὴν ἰατρείαν εἰς ἐκεῖνον τὸν παράλυτον, αὐτὸς παρακινούμενος ἀπὸ τὴν ἰδικήν του ἐθελοκακίαν, ἀπὸ τὴν ἰδικήν του ἀγνωσίαν, βλέπων ὅτι φθάνει ὁ καιρὸς τῆς ἰατρείας του καὶ ὅτι δύναται νὰ θεραπευθῇ, ἐν τούτοις δὲν θέλει νὰ ἐγερθῇ ἀπὸ τὸν τάφον ἐκεῖνον τῆς ἀσθενείας του.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἐκ τῶν πολλῶν φιλοσοφικῶν συγγραμμάτων τοῦ μεγάλου ἐκείνου φιλοσόφου τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, τοῦ Ἀριστοτέλους, εἶναι καὶ τὸ περὶ οὗ ὁ λόγος ἐνταῦθα σύγγραμμά του, ὑπὸ τὸν γενικὸν τίτλον «Πολιτικά». Ἐν τῷ συγγράμματι τοῦτο, ὅπερ ἀναδεικνύει τὸν Ἀριστοτέλην, ἐκτὸς τῶν ἄλλων φιλοσοφικῶν του θεωρημάτων, καὶ ὡς θεμελιωτὴν τῆς πολιτικῆς ἐπιστήμης καὶ φιλοσοφίας, ὁ ἀρχαῖος ἐκεῖνος Ἕλλην σοφὸς ἀναπτύσσει θεωρητικῶς τὸ πῶς πρέπει νὰ συγκροτῆται καὶ νὰ ὀργανώνεται ἡ πολιτεία. Οὗτος, τῇ βοηθείᾳ τῶν μαθητῶν του τοῦ Λυκείου Ἀθηνῶν, ὅπερ ὁ ἴδιος εἶχεν ἱδρύσει καὶ εἰς τὸ ὁποῖον ἐδίδασκεν, εἶχε προβῆ εἰς τὴν συγγραφὴν 158 μονογραφιῶν, ἐν ταῖς ὁποίαις περιεγράφετο ἡ πολιτικὴ ὀργάνωσις καὶ ἐξέλιξις ἰσαρίθμων ἀρχαίων πολιτειῶν. Μεταξὺ τούτων ἦτο καὶ ἡ «Ἀθηναίων Πολιτεία», ἥτις καὶ μόνον διεσώθη. Ὁ Ἀριστοτέλης ἔζησε κατὰ τὸν Δʹ πρὸ Χριστοῦ αἰῶνα· ἐχρημάτισε μαθητὴς τοῦ Πλάτωνος, ἦτο δὲ καὶ αὐτὸς εἰδωλολάτρης, πλὴν ὅμως διὰ τῶν φιλοσοφικῶν του ἀναζητήσεων ἀντελήφθη καὶ ἐδίδαξεν ὅτι ὑπεράνω ὅλων ὑπάρχει τὸ «κινοῦν ἀκίνητον», ὁ εἷς δηλαδὴ ἀληθὴς καὶ μόνος Θεός.