Τοιοῦτον παράλυτον, τοιοῦτον ἀσθενῆ, ποῖος νὰ τὸν ἀκούσῃ καὶ νὰ μὴ ἀγανακτήσῃ; Ποῖος νὰ τὸν ἴδῃ καὶ νὰ μὴ θυμωθῇ ἐναντίον του; Εὑρίσκεται ἆρα γε, ἠθέλετε μοὶ εἴπει, τοιοῦτος ἀνόητος ἀσθενής, τοιοῦτος ἀναίσθητος παράλυτος, ὅστις νὰ ἀποστρέφηται τὸν ἰατρόν του, νὰ μὴ θέλῃ τὴν ὑγείαν του, ἀλλὰ νὰ προτιμᾷ νὰ εἶναι ἀκάθαρτος, παρὰ καθαρός, νὰ εἶναι ζῶν ἐνταφιασμένος μέσα εἰς τοὺς πόνους, μέσα εἰς τὴν ἀποφορὰν τῆς ἀσθενείας; Ναί, εἶναι πολλοὶ καὶ τόσοι ὅσοι εἶναι οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί, ὅσοι κατάκοιτοι παράλυτοι, ἀκίνητοι εἰς τὴν ἐργασίαν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Οὗτοι ἔχουσι τὴν εἰκόνα τοῦ παραλύτου ἐκείνου, ὅστις ἀποστρέφεται τὸν ἰδικόν του ἰατρόν, ἐκείνου ὅστις ἔχει ἄνθρωπον, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ὅστις δύναται νὰ τὸν ἰατρεύσῃ εἰς μίαν στιγμὴν καὶ δὲν χρειάζεται Ἄγγελον νὰ ἔλθῃ νὰ ταράξῃ τὸ ὕδωρ μίαν φορὰν τὸν χρόνον, ἐπειδὴ αὐτὸς εἶναι ὁ τῆς μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος, ὅστις ἔστησε πολλάκις κολυμβήθρας ἔμπροσθεν εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ὅσα τὰ μυστήρια, ὅσοι οἱ σταλαγμοὶ τῶν δακρύων τῆς μετανοίας, τόσαι καὶ αἱ ταραχαὶ τῆς ἰατρείας. Ὅσας στιγμὰς ἔχει ἡ ὥρα, τοσάκις ἕτοιμος εἶναι καὶ ὁ τῆς μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος διὰ νὰ δώσῃ τὴν συγχώρησιν, διὰ νὰ ἰατρεύσῃ τὴν λέπραν τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὅμως ὁ ἁμαρτωλός, ὁ νοητὸς παράλυτος, κλείει τοὺς ὀφθαλμοὺς διὰ νὰ μὴ ἴδῃ τὸν ἰατρόν, προκρίνει νὰ εἶναι νεκρός, κατάκοιτος εἰς τὴν ἁμαρτίαν, παρὰ ζῶν εἰς τὴν ἀρετήν. Πόθεν αὕτη ἡ ἐσχάτη ἀναισθησία; Πόθεν αὕτη ἡ ἀξιοδάκρυτος καταδίκη εἰς τὸν ἁμαρτωλόν; Ἀπὸ τὴν πονηρὰν συνήθειαν τῆς ἁμαρτίας. Αὕτη εἶναι, ἐκείνη ἡ ὁποία ἔχει δεδεμένον τὸν ἁμαρτωλὸν εἰς τὸν κράβατον τῆς ἀναισθησίας. Αὐτὴ εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία τὸν παρακινεῖ νὰ προκρίνῃ τὸν θάνατον ἀπὸ τὴν ζωήν καὶ διὰ νὰ τὸ βεβαιωθῇς ὅτι εἶναι δυνατὴ ἡ τοιαύτη πονηρὰ συνήθεια, πρόσεχε.
Εὐκόλως ἐννοεῖ ἐκεῖνος, ὅστις ἔχει ἀνοικτὰς τὰς ἀκοὰς εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τοιαύτην προθυμίαν ὅσην ἔχει ἐκεῖνος, ὅστις ἀκούει τὰς ἐπιστολὰς τὰς ὁποίας τοῦ στέλλει ὁ οὐράνιος Πατήρ του. Ὁ τοιοῦτος, λέγω, εὐκόλως ἐννοεῖ, ὅτι ὁ σημερινὸς παράλυτος παριστάνει τὴν εἰκόνα ἐκείνου ὅστις κρατεῖται ἀπὸ τὴν συνήθειαν τῆς ἁμαρτίας. Διότι καθὼς ἡ παράλυσις, ἐπειδὴ διαλύει τὰ νεῦρα τοῦ σώματος, κάμνει νεκρὸν καὶ ἀκίνητον τὸ σῶμα, τοιουτοτρόπως καὶ ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας κόπτει τὰ νεῦρα τῆς ψυχῆς καὶ διὰ τοῦτο τὴν κάμνει ἀκίνητον εἰς κάθε ἐργασίαν τῆς ἀρετῆς. Εἰς ταύτην δὲν ἔχει δύναμιν νὰ ἀναβῇ ἡ ψυχή, ἐπειδὴ σύρεται πάντοτε εἰς τὰ κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτημάτων.