Λόγος εἰς τὴν ΚΥΡΙΑΚΗΝ τοῦ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ, ὅτι ἡ συνήθεια τοῦ Ἁμαρτάνειν εἶναι ἡ Ἀξιοδάκρυτος καταδίκη. Ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ, ἐλαφρῶς διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

Ὅθεν καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει· «Ἔθος διὰ μακροῦ τοῦ χρόνου παγιωθὲν φύσεως ἰσχὺν λαμβάνει, διὸ οὐ μικρὸς ὁ πόλεμος ἔθους περιγενέσθαι». Ἂς κοπιάσῃ ὅσον θέλει, ἄς τεχνευθῇ ὅ,τι δύναται, ὅστις θέλει νὰ κόψῃ ἓν φυσικὸν ἰδίωμα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, φέρ’ εἰπεῖν τὸ γελαστικόν, ἢ τὸ ἐπιθυμητικόν, μάτην κοπιάζει· κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας, ὅταν γηράσῃ, μεταβάλλεται εἰς φύσιν, λαμβάνει φυσικῆς δυνάμεως ἰδίωμα. Καὶ λοιπὸν μὲ δίκαιον τρόπον λέγει ὁ μέγας Πατήρ, ὅτι δὲν εἶναι μικρὸς ὁ πόλεμος νὰ νικήσῃ τις παλαιὰν συνήθειαν.

Τρισόλβιος λοιπὸν καὶ ἄξιος πολλῶν ἐγκωμίων, ὅστις πρὸ τοῦ νὰ γηράσῃ ἡ ἁμαρτία τῆς κόπτει τὰ νεῦρα, ὅστις πρὸ τοῦ νὰ τὸν νεκρώσῃ αὐτή, τὴν θανατώνει ἐκεῖνος. Διότι καθὼς εἰς ἓν ἀγγεῖον νέον, ὅ,τι βάλλεις εἰς τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ ἀφήσῃς μέσα νὰ πολυκαιρίσῃ, τὴν ὀσμὴν ἐκείνου λαμβάνει καὶ αὐτό, εἴτε καλὴ εἶναι εἴτε κακή, ὕστερον δέ, ὅσον καὶ ἂν πλύνῃς ἐκεῖνο τὸ ἀγγεῖον, δὲν δύνασαι παντελῶς νὰ ἐξαλείψῃς ἐκείνην τὴν ὀσμήν, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ ἡ ἁμαρτία, ὅταν πολυκαιρίσῃ εἰς τὴν καρδίαν, ὅταν γίνῃ συνήθεια, πλέον δυσκόλως ἢ παντελῶς δὲν ἀποχωρίζεται ἐκείνου, ἀλλ’ ὅσον πολυκαιρίζει, τόσον ριζοῦται ἡ συνήθεια τοῦ κακοῦ καὶ τῆς ἁμαρτίας. Ὅθεν ἐπαινῶ ἐκεῖνον τὸν σοφόν, ὅστις καὶ ἂν εἶναι, ὁ ὁποῖος θέλων νὰ φανερώσῃ τὸ πλάτος καὶ τὸ βάθος τῆς πονηρᾶς συνηθείας τῆς ἔδιδε τὸ ἑξῆς σύμβολον. Ἐζωγράφιζε ἱερογλυφικῶς ἕν σπήλαιον ὑπόγειον μὲ τὴν ἐπιγραφήν· «Τοσοῦτον τὸ εὖρος, ὅσον καὶ τὸ βάθος». Διὰ τούτου ἤθελε νὰ φανερώσῃ, ὅτι ἡ πονηρὰ συνήθεια καθ’ ἡμέραν αὐξάνει μὲ τὸ γάλα τῆς κακίας καὶ πονηρίας. Ὅσον εἶναι πολυχρόνιον, τόσον εἶναι χειρότερον. Διότι καθὼς καὶ τ᾽ ἄλλα πράγματα ἀπὸ μικρὰ ἀρχίζουσι καὶ μὲ τὴν πολυκαιρίαν αὐξάνουσι, τοιουτοτρόπως καὶ ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν πολυκαιρίαν ἀναβαίνει εἰς τόσην αὔξησιν, ὥστε γίνεται ἀνίκητος.

Γράφει μὲ πολὺν πόνον εἰς τὸ χρυσοῦν βιβλίον τῆς ἰδικῆς του ἐξομολογήσεως ὁ μέγας Αὐγουστῖνος: «Ἔστενον δεδεμένος, ἀναστέναζον ὢν δεδεμένος. Ἀπὸ ποῖον, ὦ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπε; Ὄχι ἀπὸ ἄλλον, λέγει, ὄχι ἀπὸ ξένην ἐλπίδα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἰδικήν μου σιδηρᾶν συνήθειαν, ἡ ἰδική μου θέλησις ἦτο ὁ τύραννος· ἡ ἄρρητος ἅλυσις ἦτο ἡ συνήθεια, ἡ ὁποία μὲ ἔδεσε τόσον, ὥστε μὲ ἔφερεν εἰς ἀκολασίαν, τὴν ὁποίαν μὴ δυνηθεὶς νὰ ἀποκόψω, ἔγινεν ἀνάγκη καὶ ἀπὸ τὴν ἀνάγκην ἠκολούθησεν εἰς φύσιν. Ὅθεν καὶ εἰς ὅλον τὸ ὕστερον φωνάζει· «Οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ ὁ πεπειραμένος, οἵαν δυσχέρειαν ἔχει ἐκκόψαι ἀρχαῖον ἔθος».


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἐκ τῶν πολλῶν φιλοσοφικῶν συγγραμμάτων τοῦ μεγάλου ἐκείνου φιλοσόφου τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, τοῦ Ἀριστοτέλους, εἶναι καὶ τὸ περὶ οὗ ὁ λόγος ἐνταῦθα σύγγραμμά του, ὑπὸ τὸν γενικὸν τίτλον «Πολιτικά». Ἐν τῷ συγγράμματι τοῦτο, ὅπερ ἀναδεικνύει τὸν Ἀριστοτέλην, ἐκτὸς τῶν ἄλλων φιλοσοφικῶν του θεωρημάτων, καὶ ὡς θεμελιωτὴν τῆς πολιτικῆς ἐπιστήμης καὶ φιλοσοφίας, ὁ ἀρχαῖος ἐκεῖνος Ἕλλην σοφὸς ἀναπτύσσει θεωρητικῶς τὸ πῶς πρέπει νὰ συγκροτῆται καὶ νὰ ὀργανώνεται ἡ πολιτεία. Οὗτος, τῇ βοηθείᾳ τῶν μαθητῶν του τοῦ Λυκείου Ἀθηνῶν, ὅπερ ὁ ἴδιος εἶχεν ἱδρύσει καὶ εἰς τὸ ὁποῖον ἐδίδασκεν, εἶχε προβῆ εἰς τὴν συγγραφὴν 158 μονογραφιῶν, ἐν ταῖς ὁποίαις περιεγράφετο ἡ πολιτικὴ ὀργάνωσις καὶ ἐξέλιξις ἰσαρίθμων ἀρχαίων πολιτειῶν. Μεταξὺ τούτων ἦτο καὶ ἡ «Ἀθηναίων Πολιτεία», ἥτις καὶ μόνον διεσώθη. Ὁ Ἀριστοτέλης ἔζησε κατὰ τὸν Δʹ πρὸ Χριστοῦ αἰῶνα· ἐχρημάτισε μαθητὴς τοῦ Πλάτωνος, ἦτο δὲ καὶ αὐτὸς εἰδωλολάτρης, πλὴν ὅμως διὰ τῶν φιλοσοφικῶν του ἀναζητήσεων ἀντελήφθη καὶ ἐδίδαξεν ὅτι ὑπεράνω ὅλων ὑπάρχει τὸ «κινοῦν ἀκίνητον», ὁ εἷς δηλαδὴ ἀληθὴς καὶ μόνος Θεός.