Οὐδείς, λέγει, καταλαμβάνει πόσην δυσκολίαν ἔχει, πόσον πόνον, πόσον πόλεμον, νὰ ἀποκόψῃ τις παλαιὰν συνήθειαν, εἰ μὴ μόνος ἐκεῖνος ὅστις ἐδοκίμασε. Καὶ τάχα διὰ τί; Εἰπέ μας αὐτὸ καθαρώτερον, διδάσκαλε τῆς οἰκουμένης. Διότι, λέγει, ὁ πονηρὸς λογισμὸς γεννᾷ ἡδονὴν καὶ ἀπὸ αὐτὴν γεννᾶται ἡ συγκατάθεσις καὶ ἀπὸ τὴν συγκατάθεσιν ἡ πρᾶξις καὶ ἀπὸ τὴν πρᾶξιν ἡ συνήθεια καὶ ἀπὸ τὴν συνήθειαν γεννᾶται ἡ ἀνάγκη καὶ ἀπὸ αὐτὴν ἀκολουθεῖ ὁ θάνατος.
Τὸν τοιοῦτον ἁμαρτωλόν, ὅστις ἐπέτρεψεν εἰς τὴν ἁμαρτίαν νὰ γίνῃ συνήθεια εἰς τὴν ἰδικήν του ψυχήν, τὸν τοιοῦτον, λέγω, δὲν σφάλλεις ἂν τὸν παρομοιάσῃς μὲ ἕνα, ὅστις ἔπεσεν εἰς χεῖρας ἀσπλάγχνου καὶ ἀνελεήμονος τυράννου, τὸν ὁποῖον θέλων ἐκεῖνος ὁ τύραννος νὰ θανατώσῃ τὸν ἔκλεισεν εἰς σκοτεινὴν φυλακὴν καὶ ὕστερον ἔκτισε τὴν θύραν. Περιτριγυρίζει ὁ δυστυχὴς φυλακισμένος ἐντὸς τῆς σκοτεινῆς φυλακῆς, πλὴν ἔχασε τὴν θύραν καὶ τόπον διὰ νὰ ἐξέλθῃ δὲν εὑρίσκει. Ὅθεν περιτριγυρίζων ἐκεῖ μέσα ἀποθνήσκει. Τὸ ἴδιον συμβαίνει καὶ εἰς ἐκεῖνον, εἰς τὸν ὁποῖον ἡ ἁμαρτία γίνεται συνήθεια. Αἰσθάνεται ὅτι εἶναι εἰς μίαν σκοτεινὴν φυλακήν, τριγυρίζει νὰ εὕρῃ τὴν θύραν, πλὴν τὴν ἔχει κλεισμένην ἡ πονηρά συνήθεια. Διὰ τοῦτο μὲ τὸ σήμερον καὶ μὲ τὸ αὔριον νὰ εὕρῃ τὴν θύραν τῆς ἐλευθερίας εὑρίσκει τὸν θάνατον τῆς παντελοῦς ἀπωλείας, καθὼς εἶναι γεγραμμένον· «Συνήθειαν γὰρ λαβοῦσα ἡ ἁμαρτία, ἕλκει εἰς παντελῆ ἀπώλειαν».
Ἦλθεν εἰς μεγάλην ἀνάγκην Σαοὺλ ὁ βασιλεὺς εἰς τὸν πόλεμον ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον ἤγειρεν ἐναντίον του ὁ ὑπερήφανος Γολιάθ, διὰ τοῦτο ἠναγκάσθη νὰ ἐνδύσῃ μὲ τὰ ἰδικά του βασιλικὰ ἄρματα τὸν Δαβίδ. Ἐκεῖνος ἐνεδύθη ταῦτα μετὰ πολλῆς χαρᾶς, ὅμως καθὼς ἔκαμε νὰ κινηθῇ διὰ νὰ ὑπάγῃ ἐναντίον τοῦ Γολιάθ, βλέπει ὅτι περισσότερον ἐμποδίζεται ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ὅπλα, παρὰ συμβοηθεῖται. Ὅθεν ἐνθυμούμενος ὁ Δαβίδ, ὅτι αὐτὸς μὲ τοιαῦτα ὅπλα ποτὲ δὲν συνήθιζε, νὰ νικᾷ ἐχθρούς, παρὰ μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ συνοδευομένην μὲ τὴν ἰδικήν του ποιμενικὴν σφενδόνην, λέγει εἰς τὸν βασιλέα· «Βασιλεῦ ὑψηλότατε, εὐχαριστῶ διὰ τὴν τιμήν, τὴν ὁποίαν μοῦ ἔκαμες, λαμπρὰ καὶ πολύτιμα εἶναι τὰ ὄπλα σου, πλὴν δὲν εἶναι δι’ ἐμέ, διότι ἐγὼ δὲν συνήθισα μὲ τοιαῦτα ὅπλα νὰ νικῶ ἐχθρούς· «Οὐ μὴ δύνωμαι πορευθῆνε ἐν τούτοις, ὅτι οὐ πεπείραμαι» (Α’ Βασ. ιζ’ 39). Ἔχε τὰ ἄρματά σου, νὰ νικᾷς μὲ αὐτὰ τοὺς ἐχθρούς σου. Φθάνει εἰς ἐμὲ μία σφενδόνη, διότι μὲ αὐτὴν συνήθισα νὰ θανατώνω ἄρκτους καὶ λέοντας, μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα οὐ πεπείραμαι, δὲν εἶμαι συνηθισμένος.