Διὰ τοῦτο καὶ μόνον τοὺς ἀφήνει νὰ πετάξωσιν ὀλίγον εἰς τὸ ὕψος τῆς ἀρετῆς δι’ αἰσχύνην καὶ ὄνειδος αὐτῶν καὶ δι’ ἡδονὴν καὶ χάριν ἰδικήν του. Διότι αὐτὸς οὐδέποτε ἐγνώρισεν ἄλλην τρυφήν, ἄλλην ἡδονήν, ἀπὸ τὸν καιρὸν καθ’ ὃν ἐξωρίσθη ἀπὸ τὰ κάλλη τοῦ οὐρανοῦ, παρ᾽ ὅταν ἐμπαίζῃ τὸν ταλαίπωρον ἄνθρωπον μὲ τὴν συνήθειαν τῆς ἁμαρτίας.
Γράφουσιν οἱ ἱστορικοὶ διὰ τὸν Μιθριδάτην, ἐκεῖνον τὸν περιβόητον τύραννον, ὅτι μεταχειριζόμενος συχνὰ-συχνὰ τὸ δηλητήριον, ὅπερ λέγεται κώνειον, εἰς τροφήν, ἦλθεν εἰς τοιαύτην ἕξιν, ὥστε ἂν καὶ ἀναγκαζόμενος καιρόν τινα, ἀπὸ τὴν μεγάλην του δυστυχίαν, νὰ θανατωθῇ, ἔφαγεν ἀπὸ αὐτὸ τὸ δηλητήριον πολύ, ὅμως τοῦτο δὲν ἐνήργησε, δὲν προεξένησεν εἰς αὐτὸν ἐκεῖνο ὅπερ ἐπεθύμει, δηλαδὴ τὸν θάνατον, τὸν ὁποῖον αὐτὸς εἶχε προτιμότερον παρὰ νὰ πέσῃ εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἐχθρῶν του καὶ νὰ γίνῃ παίγνιον. Τὸ ἴδιον συμβαίνει καὶ εἰς τὸν ταλαίπωρον ἁμαρτωλόν, ἐπειδὴ γίνεται δευτέρα φύσις εἰς τὸ ἰδικόν του ὑποκείμενον ἡ καθημερινὴ μεταχείρισις τῆς ἁμαρτίας, μεταχειρίζεται χωρὶς ὄρεξιν καὶ καρδίαν καὶ τὰ Μυστήρια, ὅμως μὲ τὴν συχνὴν καταφρόνησιν, τὴν ὁποίαν κάμνει εἰς αὐτά, παρακινούμενος ἀπὸ τὴν συνήθειαν, τὰ εὑρίσκει εἰς ὅλον τὸ ὕστερον ἄνευ ἐνεργείας. Οὗτος παρομοιάζει μὲ ἕνα ὁδοιπόρον, ὅστις ἐπιχειρῶν νὰ διέλθῃ ποταμόν τινα, εὑρίσκει εἰς τὴν ἀρχὴν ξυλίνην γέφυραν, διὰ τὰ διέλθῃ, ἀλλ’ ἐκεῖνος καταφρονῶν αὐτήν, πηγαίνει παρακάτω, νομίζων ὅτι θέλει εὕρει ἄλλην μεγαλυτέραν καὶ λιθίνην γέφυραν, ὅμως κοπιάζει πολύ, ἀλλὰ δὲν εὑρίσκει. Ὅθεν ἀναγκάζεται νὰ ἐπιστρέψῃ ὀπίσω διὰ νὰ περάσῃ ἀπ’ ἐκείνην τὴν πρώτην, τὴν ξυλίνην, ὅμως ἕως ὅτου ἔλθῃ αὐτός, αὐξάνει ὁ ποταμὸς ἀπὸ τὴν βροχήν, καταβαίνει ρεῦμα πολύ, σκεπάζεται ἡ γέφυρα ἐκείνη ἡ ξυλίνη καὶ ἀπομένει ὁ ὁδοιπόρος εἰς τὴν ἔρημον καὶ ἀκολούθως ἐκτεθειμένος εἰς θάνατον.
Τὸ αὐτὸ γίνεται καὶ εἰς τὸν δυστυχῆ ἁμαρτωλὸν δεδεμένος εἰς τὴν ἁμαρτίαν μὲ τὴν συνήθειαν, εὑρίσκει εἰς τὴν ἀρχὴν εὐκολίαν διὰ νὰ λυθῇ μὲ τὴν οὐράνιον γέφυραν τῆς μετανοίας. Ὅμως ἐπειδὴ τὴν καταφρονεῖ ἀρχικῶς, παρακινεῖται ὕστερον νὰ τὴν ζητήσῃ καὶ δὲν τὴν εὑρίσκει, μέχρις οὗ ἡ συνήθεια κατεβάζει ρεύματα πολλὰ τῶν παθῶν καὶ τῶν ἁμαρτιῶν καὶ σκεπάζει τὴν συντριβὴν τῆς καρδίας, παχύνει τὸν νοῦν καὶ ψυχραίνει τὴν θείαν ἀγάπην. Ὅθεν ἄλλο δὲν ἀπομένει εἰς τὸν ταλαίπωρον ἁμαρτωλὸν παρὰ νὰ κρημνίζεται ἀπὸ τὸ μικρότερον εἰς τὸ μεγαλύτερον βάραθρον τῆς ἁμαρτίας καὶ εἰς ὅλον τὸ τέλος εἰς τὰ τάρταρα τοῦ ᾍδου.