Γνώρισε ὅτι αὐτὸ τὸ σῶμά σου εἶναι δοῦλος καὶ ἡ ψυχὴ δεσπότης. Μὴ λυπῆσαι τὸν δοῦλον νὰ πεινάσῃ, νὰ ἱδρώσῃ καὶ νὰ κοπιάσῃ, διὰ νὰ τιμηθῇ, νὰ δοξασθῇ ὁ δεσπότης. Μὴ λυπηθῇς τὸν δοῦλον, τὴν σάρκά σου, νὰ καταφρονηθῇ καὶ νὰ γυμνωθῇ πρόσκαιρα, διὰ νὰ ἐνδυθῇ τὸ ἔνδυμα τῆς ἀθωότητος καὶ νὰ δοξασθῇ αἰώνια ἡ ψυχή. Ταῦτα εἶναι τὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα δύναται ἕκαστος νὰ κόψῃ τὰ νεῦρα ἑκάστης πονηρᾶς συνηθείας. Στοχάσου ἀκόμη, ἄνθρωπε, καὶ τὴν εὐκολίαν τὴν ὁποίαν ἔχουσι καὶ τὴν τιμὴν καὶ τὴν δόξαν. Ἂν τὰ μέσα αὐτὰ τὰ ἀποστραφῇς, γνώριζε ὅτι σὺ εἶσαι ὅπως εἷς παράλυτος, ὅστις καὶ ἄνθρωπον ἔχει διὰ νὰ τὸν βοηθήσῃ νὰ εἰσέλθῃ ἐντὸς τῶν ὑδάτων τῆς κολυμβήθρας καὶ ἰατρικὰ διὰ νὰ τὸν ἐλευθερώσωσιν ἀπ’ ἐκεῖνο τὸ ἀξιοδάκρυτον πάθος, ἀλλὰ μὲ τὸ ἰδικόν του θέλημα τὸν ἀποστρέφεται. Σὺ ὁ ἴδιος εἶσαι ἐκεῖνος ὅστις μὲ τὴν ἰδικήν σου χεῖρα γράφεις εἰς τὴν διαθήκην τοῦ οὐρανίου Πατρός σου, νὰ εἶσαι ἀπόκληρος τῆς Βασιλείας Του.
Γράφει ὁ Ἀριστοτέλης εἰς τὰ Πολιτικά του [1], ὅτι οἱ Σκύθαι εἶχον νόμον, ὅτι εἰς τὰς πανηγύρεις των νὰ μὴ ἔχῃ δικαίωμα νὰ πίῃ μὲ τὸ ποτήριον μὲ τὸ ὁποῖον ἔπιναν ὅλοι, ἐκεῖνος ὅστις δὲν ἔχει θανατώσει ἐχθρὸν τοῦ γένους των· «Ἐν Σκύθαις οὐκ ἐξῆν ἐν ἑορτῇ τινι σκύφον περιφερόμενον δοθῆναι τῷ μηδένα ἀπεκτακότι πολέμιον». Τοῦτο γνώριζε, ἄνθρωπε, ὅτι θέλει συμβῆ εἰς σέ, ἂν δὲν θανατώσῃς, ἂν δὲν κόψῃς τὴν πονηρὰν συνήθειαν τῆς ἁμαρτίας, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκεσαι δεδεμένος μὲ τὴν ἔχθραν καὶ συμβουλὴν τοῦ ἐχθροῦ σου διαβόλου. Γνώριζε ὅτι δὲν θέλεις ἀξιωθῆ ποτὲ νὰ πίῃς τὸ ποτήριον τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὸ ποτήριον ἐκεῖνο τῆς οὐρανίου ζωῆς, τὴν κληρονομίαν τῆς ἄνω δόξης. Ἀπὸ ταύτην τὴν δυστυχίαν, ἀπὸ ταύτην τὴν συμφοράν, δύναται νὰ εὑρεθῇ ἢ νὰ ἐννοηθῇ ἄλλη μεγαλυτέρα; Λοιπὸν σύ, ταλαίπωρε ἄνθρωπε, τὸ ὑποφέρεις διὰ μίαν κακὴν συνήθειαν νὰ ἀπολέσῃς μίαν Βασιλείαν οὐράνιον; Εἶναι ἔργον τοῦτο ψυχῆς λογικῆς, νὰ πωλῇ διὰ τόσον ὀλίγον, διὰ μίαν ἡδονὴν πρόσκαιρον, μίαν δόξαν, μίαν παρρησίαν, μίαν ἀγάπην τρισυποστάτου Θεότητος; Εἶναι τοῦτο φρονίμου ἀνδρὸς ἔργον, διὰ μίαν συνήθειαν κακὴν καὶ διεστραμμένην, νὰ ἀφήσῃς τὴν συντροφίαν τῶν Ἀγγέλων, τὴν συντροφίαν τῶν Ἀποστόλων, τὴν χαρὰν τῶν Προφητῶν, τὰς σκηνὰς τῶν Δικαίων; Μή, παρακαλῶ, ἂς μὴ εὑρεθῇ τοιοῦτος ἀνόητος ἀπὸ ἡμᾶς, ἀλλ’ ὅλοι μὲ τὰ ἰατρικά, τὰ ὁποῖα εἶπα, ἂς κόψωμεν κάθε πονηρὰν συνήθειαν, διὰ νὰ ἀξιωθῶμεν τῶν ἐπηγγελμένων ἡμῖν ἀγαθῶν, τῇ Χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.