Λόγος εἰς τὴν ΚΥΡΙΑΚΗΝ τοῦ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ, ὅτι ἡ συνήθεια τοῦ Ἁμαρτάνειν εἶναι ἡ Ἀξιοδάκρυτος καταδίκη. Ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ, ἐλαφρῶς διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

Βλέπεις πόσην δύναμιν ἔχει ἡ συνήθεια, ὥστε νὰ ὑπερβαίνῃ καὶ τὴν δύναμιν τῶν βασιλικῶν ὅπλων; Πόσοι εὐγενεῖς, πόσοι βασιλικοῦ αἵματος, πόσοι βασιλικοῦ νοός, πόσοι σοφίας θρέμματα; Καὶ ὅμως νὰ ἀντιπαλαίσωσιν ἕνα Γολιάθ, ἕνα πάθος, ἕνα θυμόν, μίαν μέθην, μίαν παλλακίδα, μίαν φιλαργυρίαν, μίαν κενὴν δόξαν, δὲν δύνανται. Ἂν καὶ ὡπλισμένοι οὗτοι μὲ βασιλικὰ καὶ λαμπρὰ ὅπλα, σύρονται εἰς τὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας ἀπὸ τὴν πονηρὰν συνήθειαν τῶν καταφρονεμένων ἐκείνων παθῶν, τὰ ὁποῖα καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ὁμολογοῦν, ὅτι εἶναι ἐπονείδιστα, ὅτι εἶναι θανατηφόρα. Ἀναστενάζουν αὐτοὶ οἱ βασιλικοὶ ἄνδρες, οἱ λαμπροφορεμένοι γίγαντες ὑπὸ τὸν πόδα ἑνὸς ὑβριστοῦ καὶ βλασφήμου Γολιάθ, ἀναστενάζουν ὑποκάτω ἀπὸ τὴν τυραννίδα μιᾶς πολυκεφάλου Ὕδρας, τὴν ὁποίαν ὅμως ὁ νέος Ἡρακλῆς, ὁ Δαβίδ, θανατώνει εὔκολα μὲ μίαν σφενδόνην, μὲ μίαν φυγήν, μὲ μίαν ἐκκοπὴν ταχεῖαν τῆς ἁμαρτίας. Ὦ κατηραμένη συνήθεια τῆς ἁμαρτίας καὶ τὶς νὰ μὴ ἐνθυμηθῇ τὴν δύναμιν τὴν ὁποίαν ἔχεις καὶ νὰ μὴ ἀναστενάξῃ; Ποῖος νὰ μὴ ἐνθυμηθῇ τὴν καταφρόνησιν καὶ τὸ ὄνειδος, ὅπερ προξενεῖς εἰς τοὺς βασιλικοὺς καὶ εὐγενεῖς ἄνδρας καὶ νὰ μὴ εἴπῃ μὲ τὸν μεγαλοφωνότατον Ἡσαΐαν· «Οὐαὶ οἱ ἐπισπώμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν ὡς σχοινίῳ μακρῷ» (Ἡσ. ε’ 18).

Ἂς ἀπαριθμήσω ὅμως μὲ συντομίαν καὶ τ’ ἄλλα ὅσα προξενεῖ εἰς τὴν ψυχὴν αὕτη ἡ πονηρὰ συνήθεια. Πρῶτον κάμνει τὰ ἁμαρτήματα νὰ εἶναι βαρύτερα ἀπὸ ὅ,τι ἔχει τὸ ἰδικόν των ἰδίωμα. Εἶναι φανερὸν τοῦτο ὅπου λέγω εἰς ἐκεῖνον ὅστις συλλογίζεται, ὅτι ἑκάστη ἁμαρτία ὅσον ἀργοπορεῖ εἰς τὸν ἄνθρωπον τόσον γίνεται βαρυτέρα, τόσον αὐξάνει ἡ κακία της. Δεύτερον ἡ πονηρὰ συνήθεια σμικρύνει τὰ ἔμφυτα ἀγαθὰ καὶ αὕτη ἡ ζημία δὲν χρειάζεται ἀπόδειξιν, εἰς ἕνα ὅστις στοχάζεται τὴν εὐλάβειαν, τὴν ἀγάπην, τὴν ὁποίαν ἔχει πρὸς τὸν Θεὸν ἑκάστη ψυχὴ πρὸ τοῦ νὰ κυριευθῇ ἀπὸ θανάσιμόν τι πάθος, ἢ καὶ τὴν κλίσιν τὴν ὁποίαν ἔχει εἰς τὸ νὰ ἐλεῇ καὶ νὰ εὐσπλαγχνίζεται τοὺς ἄλλους προτοῦ νὰ κυριευθῇ ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν. Αὐτὰς τὰς ἀρετάς, ἂν τὰς μετρήσῃς βραδύτερον, τὰς εὑρίσκεις ὅτι ἐξέπεσαν πολὺ ἀπὸ τὸν πρῶτον αὐτῶν βαθμόν. Τρίτον κάμνει ἡ συνήθεια τὸν ἄνθρωπον εὐάλωτον ἀπὸ τὰ ἐπίλοιπα ἁμαρτήματα, ἐπειδὴ ἡ μία ἁμαρτία ἀνοίγει δρόμον εἰς τὴν ἄλλην, τὸ ἓν βοηθεῖ τὸ ἕτερον. Τέταρτον, μὲ τὸ βάρος τὸ ὁποῖον δίδει εἰς τὴν ψυχὴν ἡ συνήθεια, δὲν παρακινεῖ πλέον καθὼς εἰς τὴν ἀρχήν, ἀλλ’ ἀναγκάζει, βιάζει, στενοχωρεῖ τὸν ἄνθρωπον πολλάκις καὶ μὴ θέλοντα νὰ ἁμαρτάνῃ. Πέμπτον ἀποτέλεσμα τῆς συνηθείας ἡ ἀπελπισία καὶ τελευταῖον ἡ αἰωνία κόλασις.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἐκ τῶν πολλῶν φιλοσοφικῶν συγγραμμάτων τοῦ μεγάλου ἐκείνου φιλοσόφου τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, τοῦ Ἀριστοτέλους, εἶναι καὶ τὸ περὶ οὗ ὁ λόγος ἐνταῦθα σύγγραμμά του, ὑπὸ τὸν γενικὸν τίτλον «Πολιτικά». Ἐν τῷ συγγράμματι τοῦτο, ὅπερ ἀναδεικνύει τὸν Ἀριστοτέλην, ἐκτὸς τῶν ἄλλων φιλοσοφικῶν του θεωρημάτων, καὶ ὡς θεμελιωτὴν τῆς πολιτικῆς ἐπιστήμης καὶ φιλοσοφίας, ὁ ἀρχαῖος ἐκεῖνος Ἕλλην σοφὸς ἀναπτύσσει θεωρητικῶς τὸ πῶς πρέπει νὰ συγκροτῆται καὶ νὰ ὀργανώνεται ἡ πολιτεία. Οὗτος, τῇ βοηθείᾳ τῶν μαθητῶν του τοῦ Λυκείου Ἀθηνῶν, ὅπερ ὁ ἴδιος εἶχεν ἱδρύσει καὶ εἰς τὸ ὁποῖον ἐδίδασκεν, εἶχε προβῆ εἰς τὴν συγγραφὴν 158 μονογραφιῶν, ἐν ταῖς ὁποίαις περιεγράφετο ἡ πολιτικὴ ὀργάνωσις καὶ ἐξέλιξις ἰσαρίθμων ἀρχαίων πολιτειῶν. Μεταξὺ τούτων ἦτο καὶ ἡ «Ἀθηναίων Πολιτεία», ἥτις καὶ μόνον διεσώθη. Ὁ Ἀριστοτέλης ἔζησε κατὰ τὸν Δʹ πρὸ Χριστοῦ αἰῶνα· ἐχρημάτισε μαθητὴς τοῦ Πλάτωνος, ἦτο δὲ καὶ αὐτὸς εἰδωλολάτρης, πλὴν ὅμως διὰ τῶν φιλοσοφικῶν του ἀναζητήσεων ἀντελήφθη καὶ ἐδίδαξεν ὅτι ὑπεράνω ὅλων ὑπάρχει τὸ «κινοῦν ἀκίνητον», ὁ εἷς δηλαδὴ ἀληθὴς καὶ μόνος Θεός.