Λόγος εἰς τὴν Κυριακὴν τῶν ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ, ὅτι ἡ προθυμία τῆς Ἀσθενείας τῶν Γυναικῶν δὲν ἔχει τὰ δευτέρεια τῶν ἀνδρῶν εἰς τὰ ἔργα τῆς Ἀρετῆς, ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ, ἐλαφρῶς διασκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

Οὐδεὶς ἐφάνη νὰ εἴπῃ τοιοῦτον λόγον, ἀλλὰ πάντων σιωπώντων εἰς τὴν καταδίκην τοῦ ὑπὲρ πάντων πάσχοντος, μία μόνη γυνὴ φαίνεται βοηθὸς τοῦ Χριστοῦ, συνήγορος τοῦ δικαίου. Καὶ εἰς καιρὸν κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ ἀνὴρ ἀποφασίζει, ἐναντιοῦται ἡ γυνή. Αὐτῆς μόνης ἡ φωνὴ ἀκούεται μέσα εἰς τὸ κριτήριον· «Μηδέν σοι καὶ τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ» (Ματθ. κζ’ 19). Εἰς καιρὸν καθ’ ὃν δὲν εὑρίσκεται ἀνὴρ νὰ εὐσπλαγχνισθῆ τὸν ἄδικον θάνατον τοῦ Ἰησοῦ, εὐσπλαγχνίζεται ἡ γυνή. Ἀνάγνωσον ὅλην τὴν θείαν Γραφὴν καὶ δὲν θέλεις εὕρει τινὰ οὕτω φανερῶς νὰ ἐμεσίτευσε διὰ νὰ μὴ ἀποθάνῃ ὁ Χριστός. Μόνην τὴν γυναῖκα εὑρίσκεις, ἡ ὁποία τὸν θέλει διὰ νὰ ζῇ. Αὐτὴ καὶ μὲ ὅλον ὅτι εὐεργεσίαν τινὰ δὲν ἐγνώρισεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ Χριστοῦ, ὅμως καὶ μεσιτεύει εἰς τὸν ἄνδρα νὰ ἀναθεωρήσῃ τὴν κρίσιν καὶ τὸν φοβερίζει μὲ τὰ ἐνύπνια, τὰ ὁποῖα εἶδεν. Ὦ θαῦμα μέγα, ὦ παράδοξον πρᾶγμα! Καὶ τὶς νὰ μὴ κηρύξῃ τοῖς πᾶσι τῆς γυναικείας φύσεως τὴν προθυμίαν εἰς τὰ καλά;

Ἂν ἐξετάσῃς βαθύτερον μέσα εἰς αὐτὴν τὴν προθυμίαν τῆς γυναικός, θέλει εὕρει καὶ μυστήριόν τι, διὰ τὸ ὁποῖον μεσιτεύει ἡ γυνὴ εἰς τὸν ἄνδρα νὰ μὴ δώσῃ θάνατον εἰς τὸν Χριστόν. Εἶναι δὲ τοῦτο, ὅτι ἡ γυνὴ πρώτη ἐγέννησε τὴν αἰτίαν τοῦ θανάτου εἰς τὸν Χριστόν. Ὅθεν τώρα ἀγωνίζεται νὰ φυλάξῃ τὴν ζωήν Του καὶ ὡς μὴ γνωρίζουσα τότε τὶ ἔπραξε, ζητεῖ τώρα μὲ ὅ,τι τρόπον δύναται νὰ ζῇ ἐκεῖνος, ὅστις διὰ γυναικὸς τὸν ἡμέτερον ὑπῆλθε θάνατον. Τοῦτο τὸ ἴδιον συνέβη καὶ εἰς τοὺς Προφήτας. Τοὺς ἐθανάτωσαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλ’ οἱ μεταγενέστεροι παρακινούμενοι ἀπὸ εὐλάβειαν ἰάτρευον τὴν ἀδικίαν τῶν προπατόρων αὐτῶν, οἰκοδομοῦντες τοὺς τάφους τῶν Προφητῶν καὶ μὲ τὰ σημεῖα τῆς μνήμης ἐδείκνυον ὡς νὰ ἔδιδον εἱς τοὺς ἀποθανόντας τὴν ζωήν. Σκληρὰ καὶ ἀνυπότακτος ἐφάνη ἡ πρώτη γυνὴ εἰς τὸν Θεόν, ἀλλὰ μὲ τὴν διαδοχὴν τῶν χρόνων ἔγινεν ἡμερωτέρα καὶ πλέον εὐλαβὴς εἰς Αὐτόν. Ὅθεν ζητεῖ τὸν Υἱόν Του νὰ ζῇ καὶ πέμπει εἰς τὸν κριτὴν πρέσβεις νὰ μετατρέψωσιν εἰς τὸ φιλανθρωπότερον τὴν γνώμην του, ἐκείνην τὴν ὁποίαν μὲ τὰς κραυγὰς οἱ ἄνθρωποι ἐβίαζον εἰς τὸ ἀπανθρωπότερον. Ὥστε ἀποβλέποντες εἰς τὴν τῆς γυναικὸς προθυμίαν, τὴν ὁποίαν εἶχεν αὕτη διὰ νὰ ζῇ ὁ Χριστὸς καὶ εἰς τὴν ἀγριότητα τῆς γνώμης τῶν ἀνδρῶν ἠθέλομεν εἴπει, ὅτι τὸ πραιτώριον ἦτο μία παλαίστρα εἰς τὴν ὁποίαν ἐπάλαιε ἡ τῆς γυναικείας φύσεως καὶ ἀνδρείας προθυμία. Καὶ κατὰ μὲν τὸ φαινόμενον ἐνίκησεν ἡ σκληρότης τῶν ἀνδρῶν, παραδοῦσα τὸν Χριστὸν εἰς θάνατον· κατὰ τὸ κρυπτὸν ὅμως καὶ νοούμενον ὑπερνικᾷ ἡ προθυμία τῆς γυναικός, ἐπειδὴ μόνη πρὸς τόσους πολλοὺς ἀντέλεγεν.