ΠΕΛΑΓΟΣ ἀληθινὰ ἀδιεξίτητον τὰ ἔργα σου, Κύριε, ἄβυσσος πολλὴ τὰ κρίματά σου. Δὲν εἶναι πολλαὶ ἡμέραι, ἀφ’ οὗ ἀποχαιρετῶν τοὺς Μαθητάς, τοὺς ἐστερέωνες εἰς τὴν ἀγάπην Σου μὲ τὴν μυστηριώδη Διαθήκην Σου, τὴν ὁποίαν τοὺς παρέδωκες εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Πάθους Σου καὶ διὰ τῆς ὁποίας τοὺς ἔδωσες τὸ προνόμιον, τὴν κληρονομίαν, νὰ εἶναι μύσται καὶ Μαθηταὶ τῶν ἀπορρήτων Σου. Τοὺς ἔδωσες ἐκεῖ ταύτην τὴν καλὴν παρηγορίαν τὸ νὰ μὴ εἶναι δοῦλοι Σου, ἐπειδὴ ὁ δοῦλος δὲν γνωρίζει τί ποιεῖ ὁ κύριός του. Σὺ ὅμως τοὺς ἀπεκάλυψας ὅλα τὰ ἀπόκρυφα τοῦ Πατρός Σου.
Ταῦτα τὰ προνόμια εἶναι γεγραμμένα εἰς τὴν Διαθήκην Σου· ὅθεν εἰς τὸν αἰῶνα τὸν ἅπαντα εἶναι ἀνεξάλειπτα. Ἀλλὰ σήμερον, ὅταν ακούω ἀπὸ τοὺς ἰδίους Εὐαγγελιστάς, ὅτι πρῶται αἱ γυναῖκες ἠξιώθησαν νὰ ἀκούσωσι τῆς Ἀναστάσεώς Σου τὸ Μυστήριον, πρῶται νὰ ἴδωσι τὸν Τάφον ἀνεῳγμένον, πρῶται νὰ ἀξιωθῶσιν ἀγγελικῆς ὀπτασίας, πρῶται νὰ ἐλευθερωθῶσιν ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν φόβον, ὅστις κατεκυρίευε τὰς καρδίας πάντων, αὐτὰ πῶς δύναμαι νὰ τὰ συμβιβάσω μὲ τὰς ὑποσχέσεις τῆς Διαθήκης Σου; Αὐτὰ πῶς δύναμαι νὰ τὰ εἴπω, ὅτι δὲν εἷναι ἐναντία ἐκείνων τὰ ὁποῖα τοὺς ὑπεσχέθης, ὅτι νὰ εἶναι Μαθηταὶ τῶν ἀπορρήτων Σου; Πῶς λοιπὸν τοὺς παραγγέλλεις μὲ τὰς γυναῖκας τὴν Ἀνάστασίν Σου; Μοῦ λύει ταύτην τὴν δυσκολίαν ὁ παλαιὸς καὶ μέγας πατὴρ Αὐγουστῖνος, ὀνομάζων τὸν Θεὸν κάτοπτρον ἄσπιλον τῆς ἀληθείας, ἐντὸς τοῦ ὁποίου φαίνεται ἕκαστος καθὼς εἶναι. Κατὰ τὸ μέτρον τῆς προθυμίας του δοκιμάζει τοῦ Θεοῦ τὸ ἔλεος κατὰ τὸν βαθμὸν τῆς ἀγάπης του βλέπει τὸν ἀντεραστὴν Θεόν· ὅ,τι πρόσωπον τοῦ δεικνύεις, τοιοῦτον τὸν δοκιμάζεις. Σὲ εὐεργετεῖ ὡς φίλον, ὅταν πλησιάζῃς μὲ καρδίαν φίλου· τὸν βλέπεις κριτὴν ἀπαραίτητον, ὅταν τοῦ δεικνύῃς πρόσωπον ἐχθροῦ· «οἷος ὀφθήσῃ, τοιοῦτος σοι ὀφθήσεται, ὡς γλυκὺς πρὸς τὸν γλυκύν, ταχὺς πρὸς τὸν σπουδαῖον».
Λίαν πρωῒ ἔδραμον αἱ γυναῖκες πρὸς τὸ μνημεῖον καὶ διὰ τοῦτο ταχύτερον εὐαγγελίζονται τῆς Ἀναστάσεως τὸ μυστήριον· ἐσπούδασεν ἡ προθυμία τῶν γυναικῶν νὰ ὑπερβῇ τὴν προθυμίαν τῶν ἀνδρῶν. Καὶ πῶς λοιπὸν δὲν ἦτο πρέπον νὰ μὴ φανῶσιν εἰς αὐτὰς πρότερον τῆς χαρᾶς τὰ μηνύματα; Πῶς ἦτο δίκαιον νὰ μὴ σπουδάσῃ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, νὰ κάμῃ τὴν ἀπόδειξιν καὶ μὲ τὸ ἔργον τῶν λόγων ἐκείνων, τοὺς ὁποίους εἶπεν· «Ἐγὼ τοὺς ἐμὲ φιλοῦντας ἀγαπῶ» (Παρ. η’ 17)·