Ταῦτα λέγων ἐνεθυμήθην ἐκεῖνο ὅπερ ἀναγινώσκω εἰς τὸν Εὐαγγελιστὴν Λουκᾶν· «Ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;» (Λουκ. ιη’ 8). Ἆρά γε ἂν θελήσῃ τις ὄχι μὲ τὸν λύχνον τοῦ Διογένους, ἀλλὰ μὲ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου νὰ ἐρευνήσῃ, τάχα εὑρίσκει τοιαύτην γυναῖκα, δὲν λέγω γυναῖκας, ὄχι πολλάς, ὄχι, ἀλλὰ τοὐλάχιστον μίαν, τόσον πρόθυμον, μεγαλόψυχον εἰς τὴν ἀρετήν, εἰς κατόρθωσιν τοῦ Εὐαγγελίου, εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ ἐσταυρωμένου μας Ἰησοῦ; Εὑρίσκεται ἆρά γε τοιοῦτον στῆθος γυναικεῖον καθαρὸν καὶ ἐλεύθερον, ὡς ἐκεῖνο τῶν Μυροφόρων, διὰ νὰ δυνηθῇ νὰ χωρέσῃ τὸν ἔρωτα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ; Εὑρίσκονται ἆρά γε τοιοῦτοι ὀφθαλμοὶ ἄξιοι, διὰ νὰ χύσωσι δάκρυα εἰς τιμὴν τοιούτου Δεσπότου; Μεγάλον καύχημα θὰ τὸ εἶχον ἂν καὶ ἦτο ἔστω καὶ μία ἀπὸ τὰς σημερινὰς γυναῖκας νὰ ὁμοιάζῃ εἰς τὰς χεῖρας ἐκείνων τῶν Μυροφόρων, αἱ ὁποῖαι νὰ ἔχωσι τοιαύτην ἐλευθερίαν νὰ βαστάσωσι μύρα, διὰ νὰ μυρίσωσι τοῦ Πλάστου τὸ Σῶμα.
Ἤθελα νὰ ἦτο ὄχι μία, ἀλλ’ ὅλαι· πλὴν δὲν θέλω νὰ εἴπω ὅτι ἀμφιβάλλω ἂν εὑρίσκηται ἔστω καὶ μία, ἥτις νὰ ἔχῃ τὴν καθαρότητα τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τοῦ στήθους τῶν Μυροφόρων, ἐπειδὴ εἰς τὸν σημερινὸν καιρὸν βλέπω νὰ εἶναι ταῦτα γεμᾶτα, δὲν λέγω ἀπὸ ἔρωτας σατανικούς, ἀλλ’ ἀπὸ ὑπερηφάνειαν, ἀπὸ κενοδοξίαν, ἀπὸ φιλαρχίαν, ἀπὸ μίαν λύσσαν, πῶς νὰ φανῇ ἡ μία καλλιτέρα ἀπὸ τὴν ἄλλην, πῶς νὰ καταφρονήσῃ ἡ μία τὴν ἄλλην, ποίαν κατάκρισιν νὰ πλάσῃ ἡ μία κατὰ τῆς ἄλλης. Τοιοῦτον στῆθος εἶναι ἄξιον διὰ νὰ δεχθῇ ἔρωτα τοῦ Χριστοῦ; Εἶναι ἄξιον διὰ νὰ τὸ εἴπω ὅτι ὁμοιάζει μὲ τὰ στήθη τῶν Μυροφόρων; Ἂς ἴδωμεν τὰ ἄλλα μέλη, τὰς χεῖρας ἢ τὴν κεφαλήν. Ἀλλὰ καὶ αὐτὰ ἂν θελήσω νὰ μετρήσω ἓν πρὸς ἓν εἰς ποῖα ἔργα τὰ μεταχειρίζονται, μὲ ποῖα ἐργόχειρα τὰ στολίζουσιν, ἤθελα παραστήσει ἐνώπιον σας ὄχι κεφαλὴν καὶ χεῖρας Χριστιανῆς, ἀλλ’ ἐκείνης τῆς μυθολογουμένης Ὕδρας. Ἤθελα δείξει κεφαλὴν Γοργόνης, ἤθελα παραστήσει εἴδωλον πεπλασμένον, μὲ χρυσόν, μὲ ἄργυρον, μὲ πᾶσαν διαβολικὴν μέθοδον εἰς καταισχύνην καὶ ἐντροπὴν τῆς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Χριστοῦ. Τοιαῦτα μεταμεμορφωμένα πρόσωπα, τοιαῦτα πεπλασμένα εἴδωλα εἶναι ἄξια νὰ εἴπῃς, ὅτι ὁμοιάζουσι μὲ τὰ καθαρὰ καὶ ἄπλαστα ἐκεῖνα πρόσωπα τῶν Μυροφόρων;