Λόγος εἰς τὴν Κυριακὴν τῶν ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ, ὅτι ἡ προθυμία τῆς Ἀσθενείας τῶν Γυναικῶν δὲν ἔχει τὰ δευτέρεια τῶν ἀνδρῶν εἰς τὰ ἔργα τῆς Ἀρετῆς, ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ, ἐλαφρῶς διασκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

Αὕτη ἡ θεία δύναμις ἔλυσε καὶ τὴν δυσκολίαν τῆς θύρας ἥτις ἐφάνη εἰς τὰς Μυροφόρους· «Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τοῦ μνημείου;» (Μάρκ. ιϛ’ 3) διὰ νὰ θαυμάζῃς καὶ τὴν πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προθυμίαν εἰς τὰ καλὰ τῆς γυναικείας φύσεως. Ταύτην ὅτι παρέστησαν ἀρκούντως τὰ ἄνωθεν εἰρημένα, δὲν ἀμφιβάλλω, πλὴν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον γράφεται εἰς τὸ ἀκροτελευταῖον τῆς πρὸ Ρωμαίους Ἐπιστολῆς, ὅτι δηλαδὴ ἐγράφη ἀπὸ Κόρινθον διὰ Φοίβης τῆς Διακόνου τῆς ἐν Κεγχρεαῖς Ἐκκλησίας· τοῦτο τίνος δὲν ἐκπλήττει τὸν νοῦν; Τοῦτο τίνα δὲν καταπείθει νὰ γνωρίσῃ τῆς γυναικείας φύσεως τὴν προθυμίαν τὴν πρὸς τὰ καλά; Ποῖος δὲν τὸ ὁμολογεῖ; Πῶς δὲν εὑρίσκεται ἄλλο μεγαλύτερον ἐπιχείρημα εἰς τὸ νὰ φανερώσῃ αὐτὸ τὸν ὁποῖον λέγω; Ὁ Παῦλος, ταὐτὸν εἰπεῖν τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, προτιμᾷ τὴν Φοίβην ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ὅλους ἐκείνου τοῦ καιροῦ, ἐμπιστεύεται εἰς τὰς χεῖρας αὐτῆς τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολήν, διότι ἐγνώρισε τὴν προθυμίαν καὶ σπουδὴν αὐτῆς εἰς τοιαύτην ὑπηρεσίαν, ὅτι ὑπερβαίνει τῶν ἀνδρῶν καὶ τίς ἔχει πρόσωπον νὰ μοὶ εἴπῃ ὅτι δὲν εἶναι οὕτω;

Μάθε περισσότερον καὶ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον βιάζει ἀκόμη καὶ τὰ ἀναίσθητα νὰ ὑπογράψωσιν εἰς αὐτὴν τὴν ἀλήθειαν. Παραδίδεται ὁ Κύριος μέσα εἰς τὸν κῆπον καὶ φεύγουσιν οἱ Μαθηταί, σύρεται εἰς τὸ κριτήριον, κατηγορεῖται, συκοφαντεῖται φανερά, καὶ οὐδένα εὑρίσκει βοηθόν. Ὑπὲρ πάντων πάσχει καὶ οὐδένα εὑρίσκει νὰ τὸν συμπονέσῃ. Ἀποφασίζεται τέλος πάντων διὰ νὰ θανατωθῇ καὶ οὔτε ἀπὸ τὰ ἀποστολικὰ στήθη εὑρέθη τις νὰ φωνάξῃ εἰς τὸ κριτήριον τοῦ Πιλάτου. Ἄδικον γίνεται εἰς ἕνα τοιοῦτον δίκαιον νὰ καταδικασθῇ εἰς θάνατον. Οὔτε ἀπὸ ὅσους εὐηργέτησεν, ἀπὸ τόσους δαιμονισμένους, ἀπὸ τόσους τυφλούς, ἀπὸ τόσους κωφούς, ἀπὸ τόσους νεκρούς, τοὺς ὁποίους ἀνέστησεν, ἀπὸ τόσους πεινασμένους, τοὺς ὁποίους ἐχόρτασε, δὲν εὑρέθη τις νὰ φωνάξῃ μέσα εἰς τὸ κριτήριον· «Τί πράττεις, ὦ Πιλᾶτε; Τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἀπόφασις, τὴν ὁποίαν ἐκδίδεις κατὰ τοῦ Ἰησοῦ καὶ γράφεις ν᾽ ἀποθάνῃ; Αὐτὸ ἂν γίνῃ, ἔβγαλες τὸ Φῶς τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸν κόσμον, ἐτύφλωσες τὸν οὐρανόν. Αὐτὸ ἂν γίνῃ, ἐχάθη ἀπὸ τὸν κόσμον ἡ συγχώρησις τῶν ἁμαρτωλῶν, ὁ μισθαποδότης τῶν δικαίων, ὁ βοηθὸς τῶν μετανοούντων, ἡ παράκλησις τῶν χηρῶν, ὁ κοινὸς ἰατρὸς ὅλου τοῦ κόσμου. Συλλογίσου τί πράττεις, ὦ Πιλᾶτε! Ἂν ἀποθάνῃ ὁ Ἰησοῦς, δὲν θὰ ἔχουν πλέον οἱ ἀσθενεῖς τὸν ἰατρόν των· δὲν εὑρίσκουσι πλέον αἱ χῆραι ἄλλον νὰ ἀναστήσῃ τοὺς υἱούς των, χάνουν οἱ πεινασμένοι τὸν τροφέα των, οἱ μαθηταὶ τὸν διδάσκαλόν των, ἡ Παρθένος τῆς παρθενίας τὸν καρπόν».