Ἔντρομος τότε ὁ κανδηλάπτης ἐτοποθέτησε πάλιν αὐτὴν εἰς τὴν θέσιν της, ἀφοῦ ἐξεκένωσε τὴν ἄμμον καὶ ἔσπευσε κλαίων νὰ ἐξομολογηθῇ τὸ ἁμάρτημά του, διακηρύττων ἅμα τὸ νέον θαῦμα καὶ δοξάζων τὴν Παναγίαν Πορταΐτισσαν, διότι διὰ τοῦ τρόπου τούτου τὸν ἐξήγαγεν ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν του καὶ τὸν ἐδίδαξεν, ὅτι «ὅπου Θεὸς βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις». Ἴσως θὰ ἦτο καλλίτερον διὰ τοὺς πολλοὺς νὰ μὴ ἔβλεπον τὴν τοιαύτην θείαν ἐνέργειαν ἐκδηλουμένην μὲ τὴν κανδήλαν ταύτην, διότι βλέποντες καὶ μὴ ἐπωφελούμενοι ἐκ τούτου πρὸς ἠθικὴν ἑαυτῶν βελτίωσιν θὰ ὑποστοῦν βαρυτέραν καταδίκην.
Κατερχόμενοι ἐκ τῆς Σκήτεως τῶν Καρυῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ πλησιάζοντες πρὸς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Ἰβήρων συναντῶμεν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ καὶ ὑπὸ τὴν σκιὰν παναρχαίας δρυὸς ἱερὸν προσκύνημα, τὸ ὁποῖον ἔχει ὡς λόγον ὑπάρξεως τὴν ἑξῆς ἱστορίαν. Πτωχός τις ἐργάτης, ἐρχόμενος ἀπὸ τὴν ἔρημον τοῦ Ἄθω, ὁδοιπορῶν καθ’ ὅλην τὴν πρωΐαν ἔφθασε τὴν μεσημβρίαν εἰς τὴν αὐλὴν τῆς Μονῆς Ἰβήρων, ὅπου ἀναγκαστικῶς ὁδηγεῖ ἡ ὁδός. Ἐπειδὴ δὲ αὐτὴν τὴν ὥραν ἐπείνασε καὶ ἐβιάζετο νὰ προχωρήσῃ δὲν εἰσῆλθεν εἰς τὴν Μονήν, ἀλλὰ παρεκάλεσε νὰ τοῦ δώσουν προχείρως ὀλίγον ἄρτον ἀπὸ τὴν θύραν τῆς Μονῆς καὶ οὕτω νὰ συνεχίσῃ ἀμέσως τὴν πορείαν του. Ὁ θυρωρὸς ὅμως, ἄγνωστον διατί, δὲν εἰσήκουσε τὴν παράκλησιν τοῦ πτωχοῦ, δὲν τοῦ ἔδωκεν ἄρτον καὶ τότε οὗτος μὲ βαθὺν στεναγμὸν ἔφυγεν ἐντελῶς νῆστις. Ἐπὶ πλέον δὲ ἤρχισε τὴν πορείαν του ἐπὶ τῆς ἀνηφορικῆς ὁδοῦ πρὸς τὴν Σκήτην τῶν Καρυῶν. Φθάσας λοιπὸν εἰς τὴν ἄνω τοποθεσίαν ἐκάθησε διὰ μικρὰν ἀνάπαυσιν ὑπὸ τὴν σκιὰν δένδρου, ἀλλ’ ὅπως ἦτο ἐξηντλημένος ἀπὸ τὴν πεῖναν καὶ ἀπὸ τὴν κούρασιν οὔτε καθήμενος ἠδύνατο νὰ σταθῇ, ἀλλ’ ἐξηπλώθη κατὰ γῆς καὶ μὲ ὀφθαλμοὺς δακρυσμένους ἐσκέπτετο τὴν δυστυχίαν του.
Ἐν τῷ μεταξὺ ἀκούει βήματα ἀνθρώπου νὰ τὸν πλησιάζουν, ὅτε στρέφει καὶ βλέπει πλησίον του γυναῖκα τινὰ κρατοῦσαν εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτῆς μικρὸν παιδίον, ἡ ὁποία μὲ συμπαθητικὸν ὕφος καὶ γλυκεῖαν φωνὴν τὸν ἐρωτᾷ τὶ ἔχει καὶ ἐὰν εἰναι ἀσθενής. Ἐκεῖνος δὲ ἀπεκρίθη λέγων· «Ὄχι, δὲν εἶμαι ἀσθενής, ἀλλὰ πεινῶ. Παρεκάλεσα δὲ τὸν θυρωρὸν τῆς Μονῆς Ἰβήρων νὰ μοῦ δώσῃ ὀλίγον ἄρτον, ἀλλὰ δὲν μοῦ ἔδωκε». Τοῦ λέγει τότε ἐκείνη· «Ἄκουσε, παιδί μου, δὲν πρέπει νὰ παραπονῆσαι διὰ τὸν θυρωρόν, διότι θυρωρὸς τῆς Μονῆς αὐτῆς εἶμαι ἐγώ. Τώρα νὰ ἐπιστρέψῃς καὶ νὰ ζητήσῃς ἐκ μέρους μου ἄρτον καὶ ἐὰν δὲν σοῦ δώσουν, νὰ ζητήσῃς νὰ σοῦ δώσουν ἐπὶ πληρωμῇ μὲ αὐτὰ τὰ χρήματα ποὺ σοῦ δίδω». Ταυτοχρόνως δὲ μὲ τοὺς λόγους τούτους τοῦ ἔδωκε τρία ἀρχαῖα χρυσᾶ νομίσματα (φλωρία) καὶ τοῦ εἶπε· «Σὲ περιμένω ἐδῶ».