Νὰ τοὺς τιμῶμεν, ὄχι ὅτι ἔχουσιν ἐκεῖνοι ἀνάγκην ἀπὸ τὴν ἰδικήν μας τιμήν, ἀλλὰ διότι λέγει ὁ τῶν θεολόγων κορυφαῖος Γρηγόριος· «Καὶ τὸ μεμνῆσθαι τοῦ ἀνδρὸς ἁγιασμὸς καὶ μέγιστον εἰς παράκλησιν ἀρετῆς». Διότι καὶ μὲ τὴν ἐνθύμησιν αὐτῶν ἁγιάζεται ἡ ψυχή, παρακινεῖται καὶ διεγείρεται εἰς τὴν μίμησιν τῆς ἀρετῆς ἐκείνων. Λοιπὸν ἀναμφίβολον εἶναι, ὅτι πρέπει νὰ τοὺς τιμῶμεν· ὁμολογούμενον, ὅτι ἕκαστος χρέος ἔχει νὰ εὐχαριστῇ τὸν εὐεργέτην του· ὑπολείπεται δὲ μόνον νὰ μάθωμεν, μὲ τὶ πρέπει νὰ τοὺς τιμῶμεν.
Τιμὴ Ἁγίων ἡ μίμησις τῆς ζωῆς αὐτῶν, ὅπερ θέλει νὰ εἴπῃ: κατεφρόνησαν ἐκεῖνοι τὴν ζωὴν ταύτην, καταφρόνησον καὶ σὺ τὴν τρυφήν· ἔρριψαν ἐκεῖνοι τὰ σώματα εἰς τὸ πῦρ, ρίψον καὶ σὺ τὰ πάθη σου εἰς αὐτό· ἔρριψαν ἐκεῖνοι τὰ χρήματα εἰς τὴν θάλασσαν, ρίψον καὶ σὺ αὐτὰ εἰς τὰς χεῖρας τῶν πενήτων. Κατεπάτησαν ἐκεῖνοι ὡς ρόδα τοὺς ἄνθρακας καὶ μὲ τὸ αἷμά των τοὺς ἔσβησαν, σβῆσον καὶ σὺ τῆς ἐπιθυμίας τὴν φλόγα μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας. Ἐκήρυξαν ἐκεῖνοι ἐνώπιον βασιλέων καὶ τυράννων τὸν Θεὸν ὡς τρισυπόστατον, ὡς ἀθάνατον, ὡς αἰώνιον, ὡς ἄναρχον, ὡς ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, μαρτύρησον, ὁμολόγησον, κήρυξον καὶ σὺ τὸν ἑαυτόν σου μετὰ συντετριμμένης καρδίας καὶ κατανύξεως ἔμπροσθεν εἰς τὸν πνευματικόν σου πατέρα ὡς ἀχάριστον, ὡς ἀπειθῆ, ὡς ἀνυπότακτον εἰς τοὺς νόμους τοιούτου μαρτυρουμένου Θεοῦ. Ὁμολόγησον χωρὶς συστολὴν ἢ ἐντροπήν τινα, ὅτι σὺ μὲ τὸ ἰδικόν σου θέλημα, μὲ τὴν ἰδικήν σου κακὴν προαίρεσιν ἀντήλλαξες τὴν ἀγάπην τοιούτου Θεοῦ, μὲ τὴν ἀγάπην μιᾶς πόρνης, μιᾶς μοιχαλίδος. Εἰπὲ παρρησίᾳ ὅτι σὺ ὁ σκώληξ τῆς γῆς ἀντήλλαξες τὴν φιλίαν τῆς παντοδυνάμου θεότητος μὲ τὴν φιλίαν τοῦ κόσμου. Δὲν ἠθέλησες νὰ ἀρέσῃς εἰς ἐκεῖνον τὸν Θεόν, ὅστις σὲ ἐξηγόρασε μὲ τὸ ἰδικόν Του Αἷμα.
Ὁμολόγησον ὅτι ἐκεῖνος ὁ Θεὸς ὅστις πλησίον εἰς τοὺς Μάρτυρας, πλησίον εἰς τοὺς Ἁγίους εἶχε τόσην τιμήν, ὥστε τὸν ἐτίμησαν μὲ τὰ ἰδικά των αἵματα, μὲ τὴν ἰδικήν των σφαγήν, ἄλλος μὲ τὴν στέρησιν τῶν χειρῶν, ἄλλος μὲ ἐξορίας, ἄλλος μὲ τὴν ἁρπαγὴν τῶν ὑπαρχόντων του, ἄλλος μὲ πνιγμοὺς καὶ ἐπὶ τέλους μὲ τὴν σφαγὴν τὴν ἰδικήν των. Αὐτὸς ὁ ἴδιος θεὸς πλησίον εἰς σὲ ἐφάνη τόοον ἄτιμος, τόσον ἀνάξιος ἀγάπης, ὅσον δὲν ἠδυνήθης ποτὲ δι’ ἀγάπην καὶ τιμὴν Ἐκείνου νὰ καταφρονήσῃς μίαν πονηρὰν συνήθειαν τοῦ κόσμου, νὰ κόψῃς ἓν θέλημα τῆς σαρκός, νὰ ἀρνηθῇς μίαν ἐπίπλαστον ἀλλ’ ἐπιζήμιον δόξαν.