Διότι ἐπάνω εἰς αὐτὸν τὸν ἀέρα ἤθελες ἴδει ἕνα Νικόλαον νὰ περιπατῇ τὴν νύκτα διὰ νὰ μοιράσῃ τὴν ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχούς, ἐπάνω εἰς ἄλλον ἤθελες ἴδει τὸν Γεώργιον ζωγραφιστὸν νὰ στρέφῃ ὀπίσω τοὺς ποταμούς. Εἰς αὐτὸν τὸν ἀέρα ἤθελες ἴδει ἄλλον, ὅστις νὰ συμβουλεύῃ τοῦτον καὶ νὰ ἐμποδίζῃ ἀπὸ τὴν κακίαν ἐκεῖνον καὶ διὰ νὰ εἴπω μὲ ὀλίγα, ὅλον τὸν ἀέρα ἤθελες ἴδει νὰ ἀκτινοβολῇ καὶ νὰ λάμπῃ ἀπὸ τὰ θαύματα ἐκείνων. Εἰ δὲ πάλιν κατὰ θείαν προσταγὴν κάθε στοιχεῖον ἤθελε κηρύττει τὰ θαύματα καὶ τὰ μεγαλεῖα αὐτῶν τῶν Ἁγίων, ὅσα εἶδε καὶ ἔγιναν ἐπάνω εἰς τὸ ἰδικόν του ὑποκείμενον, τὶ μελῳδία καὶ ἦχος νομίζεις ὅτι ἤθελε γίνει; Τόσον μεγάλη, τόσον ὡραία, ὥστε ἤθελον ἀπομένει οἱ ἄνθρωποι ἐκστατικοὶ καὶ ἀκίνητοι, παρὰ εἰς κάθε ἄλλο πρᾶγμα. Ἀλλ’ ὁ Θεὸς ἀπέκρυψε πάντα ταῦτα καὶ μόνον πολὺ ὀλίγα ηὐδόκησε νὰ κηρυχθῶσι διὰ τῶν Γραφῶν καὶ τόσον μόνον ὅσον νὰ ἐξυπνήσωσι τὴν αἴσθησιν τὴν ἰδικήν μας, διὰ νὰ γνωρίσῃ ποίους φίλους ἔχει εἰς τὸν οὐρανόν.
Ἐπῆγεν εἷς παλαιὸς εὐλαβὴς Χριστιανὸς διὰ νὰ προσκυνήσῃ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐκείνους τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ εὑρίσκει καὶ τὸν Ἀββᾶν Ἰωάννην τῆς Κλίμακος καὶ ζητεῖ νὰ τοῦ δώσῃ, εὐχὴν καὶ εὐλογίαν πνευματικὴν καὶ ὁ Ἅγιος ἀποκρίνεται εἰς αὐτόν· «Ποῖος καὶ πόθεν εἶσαι καὶ ἦλθες νὰ ζητήσῃς ἀπὸ ἐμὲ τὸν ἐλάχιστον εὐχήν;». «Εἶμαι, ἀπεκρίθη ἐκεῖνος, συμπατριώτης τοῦ Συμεὼν τοῦ διὰ Χριστὸν Σαλοῦ». Εἶπε δὲ τοῦτο νομίζων, ὅτι μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Συμεὼν θὰ σύρῃ τὸν Ἅγιον περισσότερον εἰς τὸ θέλημά του. Ὁ Ἰωάννης ὅμως ἀπεκρίθη εἰς αὐτόν· «θαῦμά μοι ἔπεισι, πῶς καταλιπὼν σὺ τὰς εὐχὰς τοῦ Συμεών, τὰς ἐμὰς ζητεῖς; Ὅπου γε οὐ μόνον ἐγὼ τῶν ἐκείνου εὐχῶν χρήζω, ἀλλὰ καὶ ἅπας ὁ κόσμος». Διὰ τί ἆραγε λέγει, ὅτι χρειάζεται ὁ κόσμος τὰς εὐχὰς τοῦ Ἁγίου; Διότι, λέγει ὁ θεῖος Ἀμβρόσιος «Ὡς μακαρία ἡ πόλις ἐκείνη ἡ πλουτοῦσα πολλοὺς, δικαίους· εὐλογοῦνται γὰρ ὅλοι ἐκ τοῦ μέρους». Διὰ τοῦτο λοιπὸν χρειάζεται ὁ κόσμος τὰς εὐλογίας τῶν Ἁγίων, διότι εἶναι ἁγιασμὸς, αὐτῶν, διότι εἶναι οἱ μεσῖται τῆς εὐλογίας καὶ χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Παῦσαι λοιπόν, παῦσαι, ὅστις καὶ ἂν εἶσαι σύ, ὅστις λέγεις εἰς ἐμὲ ὅτι ματαιοπονία εἶναι τὸ νὰ προσκυνῇ τις, τὸ νὰ τιμᾷ μὲ ὅ,τι δύναται τοιούτους εὐεργέτας· διότι τοῦτο τὸ πρᾶγμα, τόσον δίκαιον, τόσον ἐπαινετόν, τόσον λαμπρὸν εἶναι, ὥστε ἠδυνήθησαν νὰ τὸ ἴδωσιν ἐκεῖνοι οἱ παλαιοὶ οἵτινες ἦσαν βεβυθισμένοι ἐντὸς τοῦ σκότους τῆς εἰδωλολατρίας καὶ διὰ τοῦτο πολλάκις βλέποντές τινα, διάγοντα φιλοσοφικήν τινα ζωήν, καὶ εὐεργετοῦντα δι’ αὐτῆς τὴν πατρίδα των, ἐτίμων μεγάλως αὐτὸν καὶ τάφους μεγαλοπρεπεῖς ᾠκοδόμουν εἰς αὐτοὺς καὶ εἰκόνας καὶ ἀγάλματα ἔστηναν δι’ αὐτούς.