Λόγος εἰς τοὺς ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΝΤΑΣ. Ὅτι οἱ Ἅγιοι εἶναι εὐεργέται ίδικοί μας ἐξαίρετοι καὶ ὅτι ἀδύνατον νὰ εὐρεθῶςιν ἄλλοι μεγαλύτεροι. Ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ, ἐλαφρῶς διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

Ἐστόλισεν ἡμᾶς μὲ τὴν ἰδικήν Του εἰκόνα, καταστήσας βασιλεῖς ἐπάνω εἰς ὅλα Αὐτοῦ τὰ ποιήματα. Ἐστόλισεν ἡμᾶς μὲ σοφίαν ἀσυγκρίτως ὑπερτέραν τῶν ὑπὲρ γῆν κτισμάτων, μὲ ἀνάπλασιν καὶ ἀνανέωσιν καὶ ὅμως δὲν ἠθελήσαμεν νὰ δώσωμεν Αὐτῷ τὴν πρέπουσαν εὐχαριστίαν, νὰ ἔχῃ Αὐτὸς προτίμησιν πλησίον εἰς ἡμᾶς ἀπὸ τὰ ἰδικά μας θελήματα, ἀπὸ τὸν ἐχθρόν μας διάβολον. Καὶ ὅμως ἡμεῖς περισσότερον ἀκολουθοῦμεν εἰς τοῦτον, παρὰ εἰς Ἐκεῖνον. Ὁ περισσότερος χρόνος τῆς ζωῆς μας ἐξοδεύεται δι’ εὐχαρίστησιν ἐκείνου ὅστις πολεμεῖ τὴν ψυχήν μας, παρὰ διὰ τὸν Θεὸν, Ὅστις μᾶς ὑπερασπίζει καὶ μᾶς ἐχάρισε τὴν ψυχήν.

Ἀπὸ ταύτην τὴν ἀχαριστίαν δύναται νὰ εὑρεθῇ ἄλλη πλέον χειροτέρα; Ἐλέγχει ἡμᾶς ὡς ἀνάνδρους αὕτη ἡ παρακοή, ἐπειδὴ ἂν καὶ γνωρίζομεν τὰ δίκαια, ἅπερ ἔχει Αὐτὸς, ὅστις μᾶς προσκαλεῖ νὰ τὸν ἀκολουθήσωμεν, ἂν καὶ τὸ πιστεύομεν ὅτι διὰ μεγάλον ἰδικόν μας καλὸν μᾶς προσκαλεῖ νὰ τὸν ἀκολουθήσωμεν, πλὴν δὲν ἔχομεν δύναμιν, δὲν ἔχομεν ἀνδρείαν νὰ ἀντιπαλαίσωμεν ἐκεῖνον, ὅστις μᾶς σύρει εἰς τὸ ἐναντίον. Λοιπὸν ἐρωτᾷς, ἀπὸ τὸ βάραθρον τῆς ἀπιστίας, ἀπὸ τὴν καταδίκην τῆς ἀγνωσίας, ἀπὸ τὸ ὄνειδος τῆς ἀχαριστίας, ἀπὸ τὴν καταισχύνην τῆς ἀνανδρίας ταύτης, ποῖος μᾶς ἠλευθέρωσεν; Αὐτοὶ οἱ ἑορταζόμενοι σήμερον Ἅγιοι, αὐτοὶ οἱ ἀπὸ τὸ γένος τὸ ἰδικόν μας κοινοὶ προστάται καὶ ὑπερασπιταὶ τῆς ἀνθρωπίνης τιμῆς καὶ δόξης, ἤκουσαν μὲ ὅλην τὴν ψυχὴν καὶ καρδίαν Αὐτὸν ὅστις φωνάζει σήμερον νὰ τὸν ἀκολουθήσωμεν καὶ τὸν ἠκολούθησαν. Καὶ ἂν ἡμεῖς λοιπὸν δὲν ἠδυνήθημεν νὰ ἀρνηθῶμεν ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα προστάζει Αὐτὸς, ὅστις μᾶς προσκαλεῖ, ἰδοὺ ὅπου τὰ ἠρνήθησαν αὐτοὶ καὶ λοιπὸν δὲν ἔχει τόσον παράπονον ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ νὰ ἐλέγξῃ τὴν ἀνθρώπινον φύσιν, ὅτι ἐστάθη ὅλη ἄπιστος εἰς Αὐτόν.

Διότι ἰδοὺ ὅπου εὑρέθησαν ἄνδρες νὰ καταφρονήσωσι τὰ βλεπόμενα καὶ νὰ πιστεύσωσιν εἰς τὰ μὴ βλεπόμενα, νὰ ἀρνηθῶσι τὸν σαρκικὸν πατέρα καὶ μητέρα, προκρίναντες τὸν ὄντως Πατέρα καὶ Πλάστην. Δὲν ἔχει παράπονον νὰ κατηγορήσῃ ἡμᾶς ὡς παντελῶς ἀχαρίστους, ὅτι δὲν τοῦ ἔδειξαν οὔτε καὶ μικράν τινα εὐχαριστίαν εἰς τὰ τόσα καλὰ τὰ ὁποῖα ἐχάρισεν εἰς ἡμᾶς, διότι ἰδοὺ ὅπου εὑρέθησαν ἄνδρες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τὴν ἰδικήν μας νὰ δώσωσι τὴν ζωὴν εἰς θάνατον, δι’ Ἐκεῖνον ὅστις ἐδοκίμασε τὸ πικρὸν ποτήριον τοῦ θανάτου δι’ ἡμᾶς, νὰ χύσωσι τὸ αἷμα δι’ ἀγάπην Ἐκείνου, ὅστις ἔχυσε τὸ Πανάγιόν Του Αἷμα εἰς ἐξαγορὰν τῆς ἰδικῆς μας σωτηρίας, νὰ ἀφήσωσι πλούτη καὶ δόξας κοσμικὰς δι’ Ἐκεῖνον ὅστις μᾶς ἔταξε τὰ οὐράνια καὶ αἰώνια.