Λόγος εἰς τοὺς ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΝΤΑΣ. Ὅτι οἱ Ἅγιοι εἶναι εὐεργέται ίδικοί μας ἐξαίρετοι καὶ ὅτι ἀδύνατον νὰ εὐρεθῶςιν ἄλλοι μεγαλύτεροι. Ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ, ἐλαφρῶς διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

Διὰ νὰ ἀφήσω δὲ τὰ ἄλλα ὅσα ἔγιναν εἰς ἄλλας πόλεις, ἄκουσον τὸ ψήφισμα τὸ ὁποῖον ἔκαμεν ἡ πόλις τῶν Ἀθηναίων εἰς τιμὴν τοῦ Ζήνωνος, καθὼς τὸ διηγεῖται Διογένης ὁ Λαέρτιος· «Ἐπειδὴ Ζήνων ἀνὴρ ἀγαθὸς ὢν διετέλεσε καὶ τοὺς εἰς σύστασιν αὐτῶν πορευομένους παρακαλῶν πρὸς ἀρετὴν καὶ σωφροσύνην παρώρμα πρὸς τὰ βέλτιστα, παράδειγμα τὸν ἴδιον βίον ἐκθείς, ἅπασιν ἀκόλουθον ὄντα τοῖς λόγοις, οἷς διελέγετο, τύχῃ ἀγαθῆ δεδόχθαι τῷ δήμῳ ἐπαινέσαι μὲν αὐτὸν καὶ στεφανῶσαι χρυσῷ στεφάνῳ κατὰ νόμον, ἀρετῆς ἕνεκα καὶ σωφροσύνης, οἰκοδομῆσαι δὲ αὐτῷ καὶ τάφον».

Βλέπεις ἐγκώμια, βλέπεις εὐχαριστίας τὰς ὁποίας ἀπέδιδον ἀκόμη ὡς καὶ οἱ εἰδωλολάτραι εἰς τοὺς ἰδικούς των εὐεργέτας; Ἂν δ’ ἐξετάσῃς τὴν εὐεργεσίαν τὴν ὁποίαν ἐποίησεν ὁ φιλόσοφος Ζήνων εἰς τὰς Ἀθήνας, ἢ καὶ ὅπου ἀλλοῦ ἐστάθη, εἶναι μηδὲν παραβαλλομένη πρὸς μίαν παραμικρὰν εὐεργεσίαν, τὴν ὁποίαν ἤθελε πράξει εἷς Ἅγιος. Καὶ ὅμως ἤκουσες μὲ πόσην σπουδήν, μὲ πόσα ἔξοδα ἐτίμων καὶ ηὐχαρίστουν τοὺς εὐεργέτας των, νομίζοντες ὅτι μὲ αὐτὸ θὰ ἀποφύγωσι τὸ ὄνειδος τῆς ἀχαριστίας καὶ θὰ αὐξάνωσι τὸν ζῆλον τῆς ἀρετῆς. Τρόπον δὲ τινὰ ἐκεῖνος ὁ στέφανος ὁ χρυσοῦς τοῦ Ζήνωνος, ἐκεῖνα τὰ μάρμαρα τοῦ τάφου τοῦ ὑψηλοῦ, εἶναι τόσοι κήρυκες, οἵτινες παρακινοῦσιν ἕκαστον εἰς κατόρθωσιν τῆς ἀρετῆς. Καὶ λοιπὸν οἱ εἰδωλολάτραι νὰ φανῶσιν ὅτι τιμῶσι τόσον τὴν ἀρετὴν καὶ ἡμεῖς ὄχι; Ἐκεῖνοι νὰ τὴν στεφανώνωσι μὲ χρυσᾶ στέφανα καὶ ἡμεῖς νὰ τὴν ἀφήνωμεν γυμνήν; Καὶ ὅμως, καθὼς προεῖπα, ὅσον ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τῆς γῆς, ὅσον διαφέρει τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκότος, τόση διαφορὰ εὑρίσκεται μεταξὺ τῶν εὐεργεσιῶν, τὰς ὁποίας δίδουσιν οἱ Ἅγιοι εἰς τοὺς πιστούς, ἀπ’ ἐκείνας τὰς ὁποίας ἔδιδον ὁ Ζήνων καὶ ἄλλοι φιλόσοφοι εἰς τοὺς εἰδωλολάτρας.

Εἶναι λοιπὸν χρέος ἀπαραίτητον εἰς ἡμᾶς νὰ τοὺς τιμῶμεν ὡς εὐεργέτας καὶ νὰ τοὺς δοξάζωμεν ὡς αἰτίους τῆς ἰδικῆς μας δόξης καὶ τιμῆς καὶ νὰ τοὺς προσκυνῶμεν ὄχι ὡς θεούς, ἀλλ᾽ ὡς φίλους Θεοῦ. Ἐπειδὴ μὲ τὰς πρεσβείας αὐτῶν τὰς καθημερινὰς μᾶς φιλιώνουσι μὲ τὸν Θεόν, μᾶς ζητοῦσι τὴν συγχώρησιν τῶν ἁμαρτημάτων, μᾶς φωτίζουσιν εἰς τὸ ἀγαθόν. Νὰ τοὺς τιμῶμεν, ναί, καὶ νὰ τοὺς προσκυνῶμεν, ἐπειδὴ μὲ τὰ αἵματα αὐτῶν ἐμαρτύρησαν. Τὴν ἀληθινὴν ἡμῶν Πίστιν ἐφύλαξαν καὶ τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Ὀρθοδόξων ἐστερέωσαν.