Λόγος εἰς τοὺς ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΝΤΑΣ. Ὅτι οἱ Ἅγιοι εἶναι εὐεργέται ίδικοί μας ἐξαίρετοι καὶ ὅτι ἀδύνατον νὰ εὐρεθῶςιν ἄλλοι μεγαλύτεροι. Ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ, ἐλαφρῶς διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

Ὡς νὰ λέγῃ, τώρα περισσότερον στέλλει εἰς ἡμᾶς τὰ συνειθισμένα δῶρα τῆς ἰδικῆς του πατρικῆς ἀγάπης ὁ καλός μας Ἀρχιερεύς, τώρα ὅπου ἔφθασεν εἰς τὴν ἀποθήκην τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν. Τώρα ὅπου εἰσῆλθεν εἰς τὰ ἐσωτερικὰ τοῦ καταπετάσματος, εἰς τὸ πέλαγος τῆς πατρικῆς ἀγάπης, στέλλει εἰς ἡμᾶς τὸν συνειθισμένον ἔλεον καὶ πρωτύτερα μὲ τὰς προσευχὰς δὲν ἔλειπε νὰ τὸν στέλλῃ, διὰ νὰ μάθῃς ὅτι ὄχι μόνον παρόντες οἱ Ἅγιοι, ἀλλὰ καὶ ἀπόντες ἡμᾶς εὐεργετοῦσιν.

Εἶναι φανερὰ ἡ συνομιλία τὴν ὁποίαν ἔκαμεν ὁ Πατριάρχης Ἀβραὰμ μὲ τὸν Ἅγιον Σαβαώθ, τὸν καιρὸν καθ’ ὃν ἐφάνη ὅτι πηγαίνει διὰ νὰ καταστρέψῃ τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορα. Ἀπ’ ἐκεῖ δύναται νὰ γνωρίσῃ ἕκαστος πόση εἶναι ἡ τιμὴ τῶν Ἁγίων ἔμπροσθεν εἰς τὸν Θεὸν καὶ πόσον εἶναι τὸ κέρδος, καὶ τὸ διάφορον, τὸ ὁποῖον δίδουσιν εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Ἐπειδὴ ἐκεῖ ὁμολογεῖ ὁ οὐράνιος Πατήρ, ὅτι ὄχι μόνον εἴκοσιν, ἀλλὰ καὶ δέκα καὶ πέντε ἁγίους ἀνθρώπους ἂν εὕρῃ εἰς τὰ Σόδομα, δι’ ἀγάπην τῶν πέντε δὲν θέλει ρίψει ἐκεῖνο τὸ πῦρ, τὸ προοίμιον τῆς αἰωνίου κολάσεως, νὰ καύσῃ τόσας μυριάδας ἀνθρώπων, οἵτινες ἦσαν ἐντὸς τῶν Σοδόμων. Βλέπεις τιμήν, βλέπεις ἀξίαν τῶν Ἁγίων; Ὥστε δὲν σφάλλει ἐκεῖνος, ὅστις εἴπῃ διὰ τοὺς Ἁγίους, ὅτι εἶναι ἡ σύστασις τῶν πόλεων, ὁ λιμὴν τῶν ἁμαρτωλῶν, ὁ χαλινὸς τῆς δικαίας ὀργῆς τοῦ Θεοῦ. Ἔσφαλε καὶ βαρέως ἔσφαλεν ὁ υἱὸς τοῦ Δαβὶδ ὁ Σολομών, ὅστις ἔπρεπε νὰ γυμνωθῇ ἀπὸ τὸ βασιλικὸν χάρισμα, νὰ καταφρονηθῇ ἀπὸ τὴν δικαίαν κρίσιν τοῦ Θεοῦ, καθὼς καὶ εἰς ἓν μέρος τῆς παλαιᾶς Γραφῆς τὸ λέγει καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος Θεός, ὅτι ἤθελα νὰ ἀφαιρέσω τὴν βασιλείαν σου καὶ νὰ τὴν δώσω εἰς ἕνα δοῦλον σου, πλὴν δι’ ἀγάπην τοῦ πατρός σου Δαβὶδ μακροθυμῶ, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ἀμνησικακία ἐκείνου τοῦ πραοτάτου μου δούλου δὲν μὲ ἀφήνει, αὐτὴ εἶναι ἡ ὁποία μὲ ἐμποδίζει νὰ μὴ δώσω εἰς σὲ ἐκείνην τὴν τιμωρίαν, ἡ ὁποία πρέπει.

Τοῦτο τὸ ἴδιον ἀναγινώσκομεν εἰς τὸ κβ’ Κεφ. τοῦ Ἰεζεκιήλ· φαίνεται ἐκεῖ ὅτι ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀχαριστίαν τῆς συναγωγῆς τῶν Ἰουδαίων παρεκινήθη πολὺ εἰς θυμὸν καὶ ἀγανάκτησιν. Ἐπειδὴ ὅμως εἶναι ὅλος εὐσπλαγχνία, ὅλος ἐλεημοσύνη, λέγει εἰς τὸν Προφήτην ἐπεθύμουν πολὺ νὰ εὕρω ἕνα ἅγιον νὰ παρασταθῇ ἔμπροσθέν μου, ἵνα μὲ ἐμποδίσῃ ἀπὸ τοιοῦτον δίκαιον θυμὸν ὃν ἔχω· οὕτω φανερὰ τὸ λέγει· «Καὶ ἐζήτουν ἐξ αὐτῶν ἄνδρα ἀναστρεφόμενον ὀρθῶς καὶ ἑστῶτα πρὸ προσώπου μου ὁλοσχερῶς ἐν τῷ καιρῷ τῆς ὀργῆς, τοῦ μὴ εἰς τέλος ἐξαλεῖψαι αὐτὴν καὶ οὐχ εὗρον» (Ἱεζεκιὴλ κβ’ 30).