Λόγος εἰς τοὺς ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΝΤΑΣ. Ὅτι οἱ Ἅγιοι εἶναι εὐεργέται ίδικοί μας ἐξαίρετοι καὶ ὅτι ἀδύνατον νὰ εὐρεθῶςιν ἄλλοι μεγαλύτεροι. Ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ, ἐλαφρῶς διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

ΠΑΡΑΔΟΞΟΝ πρᾶγμα ἤθελε φανῆ καὶ ματαιοπονία φανερά, ὁ ἀμαθὴς νὰ ἐπιμελῆται τάχα, διὰ νὰ ἐγκωμιάσῃ μέσα εἰς τὸν ἰδικόν του πτωχικὸν ἀγρὸν ἕνα, τὸν ὁποῖον ἐνεκωμίασαν ὅλοι οἱ σοφοὶ μέσα εἰς Ἀκαδημίας καὶ θέατρα. Ὁ δοῦλος νὰ ζητῇ, πῶς νὰ εὕρῃ τρόπους διὰ νὰ φανῇ ὅτι δοξάζει τὸν ἰδικόν του βασιλέα καὶ νὰ τιμᾷ μέσα εἰς τὴν ἰδικήν του πολλὰ ταπεινὴν δουλείαν, ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον ἐδόξασεν ἡ φήμη μὲ τόσας νίκας τῶν ἐχθρῶν εἰς τὰ τετραπέρατα τῆς γῆς καὶ εἰς τοὺς οὐρανοὺς μὲ τὴν μαρτυρίαν τῶν ἐπαινετῶν καὶ βασιλικῶν του ἔργων.

Τὸ ἴδιον παράδοξον, ἡ αὐτὴ ματαιοπονία ἤθελεν εἴπει ἄλλος, ὅτι ἀκολουθεῖ εἰς ἐκεῖνον, ὅστις προσπαθεῖ διὰ νὰ ἐγκωμιάσῃ καὶ διὰ νὰ δοξάσῃ τὸν χορὸν τῶν Ἁγίων, λέγων οὕτω· «Τὶ φαντάζεσαι νὰ πράξῃς, σὺ δοῦλε ταπεινὲ καὶ πτωχότατε ἄνθρωπε; Νὰ δοξάσῃς ἐκείνους τοὺς ὁποίους ἐστεφάνωσεν ἡ Ἁγία Τριὰς εἰς τοὺς οὐρανούς; Νὰ τιμήσῃς τάχα μὲ λόγους ἐκείνους τοὺς ὁποίους ἐτίμησεν ὁ Βασιλεὺς τῶν αἰώνων διὰ νὰ τοὺς ἔχῃ ὄχι μόνον φίλους, ἀλλὰ καὶ ἀδελφούς; Ἐκείνους φαντάζεσαι νὰ τιμήσῃς, τοὺς ὁποίους ἅμα ἐχωρίσθησαν ἀπὸ τοῦτο τὸ θνητὸν σῶμα, Ἄγγελοι προϋπήντησαν, Ἀρχάγγελοι περιεκύκλωσαν, καὶ ὅλαι αἱ Ἅγιαι Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν, πανταχόθεν συντρέξασαι, ἄλλος ἐπαινεῖ τὰ τραύματα αὐτῶν, ἄλλος δοξάζει τὴν μεγαλοψυχίαν, ἄλλος ὑμνεῖ τὴν ἀνδρείαν καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν ὅλοι μὲ μεγάλας εὐφημίας, καὶ τοιαύτας δοξολογίας δεξιωθέντες τοὺς Ἁγίους τοὺς ἔφερον μέχρι τοῦ Δεσποτικοῦ θρόνου καὶ τοιούτους φαντάζεσαι σύ, ὁ σκώληξ τῆς γῆς, ὁ δοῦλος τῶν παθῶν νὰ τιμήσῃς; Ἐκείνους τῶν ὁποίων ἡ κατοικία εἶναι ὁ οὐρανός, ἡ τρυφὴ ὁ Θεός, τὸ ἔργον ἡ πρὸς Αὐτὸν ὑμνῳδία, τὰ ἐνδύματα, τὸ φῶς καὶ ἡ λαμπρότης τῆς τρισηλίου Θεότητος, οἱ στέφανοι οἱ ἀμαράντινοι καὶ μὲ πολλοὺς καὶ διαφόρους πολυτίμους λίθους τῶν ἀρετῶν ἐστολισμένοι, αὐτοὺς φαντάζεσαι νὰ τιμήσῃς μὲ λόγους, τῶν ὁποίων ἐλπὶς μόνη εἶναι ὁ Κύριος, ἡ χαρὰ ἄπειρος, ἡ εἰρήνη χωρὶς πόλεμον, ἡ εὐφροσύνη χωρὶς λύπην, τὸ φῶς ἄμικτον σκότους, ἡ ζωὴ χωρὶς κίνδυνον θανάτου, ἡ νεότης χωρὶς φόβον τοῦ γήρατος, πᾶν ἀγαθὸν γωρὶς νὰ ἔχῃ τι κακόν;

Τούτους λοιπὸν φαντάζεσαι σύ, ἄνθρωπε, τάχα, διὰ νὰ τιμήσῃς μέσα ἀπὸ τὴν γῆν μὲ λόγους ψιλούς, ἐκείνους τοὺς Ἁγίους τοὺς ὁποίους ἐδόξασεν ὁ Θεὸς μὲ πράγματα ἀληθινὰ εἰς τοὺς οὐρανούς;