Φωνάζει ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἀποβλέπων εἰς τὴν ἀνθρώπινον φύσιν, ὁ πλάστης εἰς τὰ πλάσματα, ὁ ἐλευθερωτὴς εἰς τοὺς ἐλευθερωμένους· «Ὂς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. ια’ 38). Ποῖος πιστεύει ὅτι Αὐτός, ὅστις φωνάζει, εἶναι πλούσιος καὶ ὅμως δὲν ἀκολουθεῖ Αὐτόν, ἀλλὰ τὸν πτωχόν; Τίς ἀπ’ ἐκείνους, οἵτινες τὸν ὁμολογοῦσι ὅτι εἶναι μονάρχης τοῦ παντός, καταφρονεῖ τὴν ἰδικήν του φιλίαν; Τίς ἀπ’ ἐκείνους οἵτινες δὲν ἀρνοῦνται ὅτι Αὐτὸς εἶναι κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν, ἀποστρέφεται τοὺς νόμους τοιούτου Κριτοῦ; Τίς ἀπ’ ἐκείνους οἵτινες δὲν ἀρνοῦνται, ὅτι Αὐτὸς ὅστις μᾶς προσκαλεῖ νὰ τὸν ἀκολουθήσωμεν, δὲν μᾶς θέλει δι’ ἄλλο, εἰμὴ διὰ νὰ μᾶς δοξάσῃ; Ὄχι διὰ νὰ τοῦ δώσωμεν, ἀλλὰ διὰ νὰ μᾶς δώσῃ, ὄχι διὰ νὰ τὸν συντροφεύσωμεν, ἀλλὰ διὰ νὰ μᾶς συντροφεύσῃ, ὄχι διὰ νὰ τὸν δοξάσωμεν, ἀλλὰ διὰ νὰ μᾶς δοξάσῃ, ὄχι διὰ νὰ αὐξήσῃ τὴν βασιλείαν του, ἀλλὰ διὰ νὰ μᾶς τὴν μοιράσῃ, ὄχι διὰ νὰ λάβῃ ἀπὸ τὴν κληρονομίαν μας, ἀλλὰ διὰ νὰ μᾶς δώσῃ ἀπὸ τὴν ἰδικήν Του, ὄχι διὰ νὰ φανῇ πρὸς τὸν Πατέρα Του ὅτι ἔχει πολλοὺς δούλους, ἀλλὰ ὅτι ἀπέκτησε πολλοὺς ἀδελφούς.
Ἀλλὰ διὰ τί νὰ λέγω περισσότερα· ποῖος τὸ πιστεύει ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μᾶς προσκαλεῖ νὰ τὸν ἀκολουθήσωμεν διὰ νὰ μᾶς κάμῃ υἱοὺς τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τὸν ἀκολουθεῖ; Ὅλοι τὸ πιστεύομεν, ὅλοι τὸ ὁμολογοῦμεν ὅτι μὲ τοιοῦτον σκοπὸν μᾶς προσκαλεῖ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, διὰ τοιαύτας εὐεργεσίας μᾶς κράζει καὶ ὅμως ὀλίγοι τινὲς τὸν ἀκολουθοῦσι καὶ τοῦτο τί ἄλλο μᾶς ἀποδεικνύει, εἰς ποίαν καταδίκην μᾶς ρίπτει; Εἰς πολλά· καὶ πρῶτον ὅτι εἴμεθα ἄπιστοι, ὅτι μὲ τὸ στόμα μόνον πιστεύομεν καὶ ὄχι μὲ τὰ ἔργα. Διότι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον πιστεύει τις καὶ τὸ δεικνύει καὶ μὲ τὰ ἔργα, τότε λέγεται ἀληθῶς ὅτι τὸ πιστεύει καὶ τὸ ἀγαπᾷ· δεύτερον αὕτη ἡ παρακοὴ μᾶς ρίπτει εἰς τὸ ὄνειδος τῆς ἀγνωσίας, ἐπειδὴ ὡς ἄλογα ζῷα, μὴ δυνάμενοι νὰ διακρίνωμεν τὴν εὐεργεσίαν καὶ τοὺς θησαυροὺς τοὺς ὁποίους δύναται νὰ μᾶς δώσῃ ἡ ἀκολούθησις Αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ, ἀφήνομεν Αὐτὸν καὶ ἀκολουθοῦμεν τὰ ἰδικά μας θελήματα, ἀκόμη καὶ τοῦ ἐχθροῦ μας διαβόλου. Τρίτον μᾶς ἀποδεικνύει αὕτη ἡ παρακοὴ ὅτι εἴμεθα ζῷα ἀχάριστα καὶ ἀκόμη γυμνοὶ ἀπὸ τὴν ἀνδρείαν καὶ μεγαλοψυχίαν, τὴν ὁποίαν ὁμολογοῦμεν ὅτι χαρίζει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἰς τὸ μυστήριον τῆς υἱοθεσίας. Ὁ πανάγαθος Θεὸς παρακινηθεὶς ἀπὸ τὰ ἰδικά Του φιλάνθρωπα σπλάγχνα ἐποίησεν ἡμᾶς πλάσιν διαφέρουσαν ἀπὸ τὰ ἄλλα κτἴσματα.