Ποῖος λοιπὸν εἶναι τόσον ἀνόητος εἰς τοῦτο τὸ νεκρὸν σῶμα νὰ προσφέρῃ στολίδια διάφορα ἢ νὰ κτίζῃ παλάτια; Δὲν εἶναι, δὲν εἶναι τις. Λοιπὸν καὶ ἡμεῖς, ἐπειδὴ καὶ ἀπεθάνομεν σὺν τῷ Χριστῷ, εἴτε ὑβριζόμεθα, εἴτε διωκόμεθα, εἴτε ἄλλο τι πάσχομεν, δὲν πρέπει νὰ τὰ λαμβάνωμεν ὑπ’ ὄψει, ἀλλὰ ὡς νεκροὶ νὰ φερώμεθα εἰς αὐτά, διότι ἐτάφη ὁ πρῶτος ἡμῶν ἄνθρωπος, ὄχι εἰς τὴν γῆν, ἀλλ’ εἰς τὸ ὕδωρ· ὄχι ἀπὸ τὸν θάνατον, ἀλλὰ μὲ τὴν προσταγὴν Ἐκείνου ὅστις κατέλυσε τὸν θάνατον. Ἐνεταφιάσθημεν λοιπὸν ὡς νεκροί, καὶ τοιαύτην ταφήν, εἰς τὴν ὁποίαν ὅλοι χαίρονται, καὶ Ἄγγελοι, καὶ ἄνθρωποι, καὶ Αὐτὸς ὁ Βασιλεὺς καὶ Δεσπότης τῶν Ἀγγέλων. Καὶ βλέπε τὸ παράδειγμα τοῦ ἐνταφιασμοῦ αὐτοῦ εἰς τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν, διὰ νὰ καταλάβῃς ὅτι εἰς τὴν κολυμβήθραν, ὅταν βαπτίζεσαι, ἄλλος ἐνταφιάζεται καὶ ἄλλος ἀνασταίνεται, καθὼς ἐκεῖ εἰς τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν οἱ Αἰγύπτιοι κατεποντίσθησαν, καὶ τὸ γένος τοῦ Ἰσραὴλ ἐσώθη. Ἂς μὴ σοῦ φανῇ δὲ παράδοξον ὅτι ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρᾶγμα, τὸν ἕνα θάπτει καὶ τὸν ἄλλον γεννᾷ· διότι καὶ ἡ φλὸξ τοῦ πυρὸς μὲ μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ἐνέργειαν, ἄλλο διαλύει καὶ ἄλλο κολλᾷ, ἀναλύει τὸν κηρὸν καὶ συγκολλᾷ τὸν πηλόν. Τοιουτοτρόπως καὶ ἡ χάρις τοῦ Βαπτίσματος, τὸν κήρινον ἄνθρωπον καὶ παλαιόν, ἀφ’ οὗ τὸν ἀναλύσῃ, κάμνει χρυσὸν ἄλλον εἰς τύπον ἐκείνου. Διότι πρὸ τοῦ βαπτίσματος ὄντες πήλινοι, χρυσοὶ γινόμεθα ὕστερον, καθὼς ὁ ἐν Χριστῷ λαλῶν Παῦλος λέγει· «Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός, ὁ δεύτερος ἄνθρωπος, ὁ Κύριος ἐξ οὐρανοῦ» (Α’ Κορινθ. ιε’ 47). Δὲν ἔχεις λοιπὸν κανένα δίκαιον νὰ μοῦ λέγῃς, ὅτι εἶσαι ζῶν, παρεκτὸς μόνον ἂν πιστεύῃς ὅτι εἶσαι ἐνταφιασμένος εἰς τὸ βάπτισμα μὲ τὸν Χριστόν.
Τώρα λέγε μοι, τὶ παράδοξον πρᾶγμα ἤθελε σοῦ φανῆ, ἀνίσως καὶ ἔβλεπες νὰ ἀνοίγῃ οὗτος ὁ τάφος, καὶ ὁ ἐν αὐτῷ κείμενος νεκρὸς νὰ ἀνοίγῃ ἔμπροσθέν σου τὸ στόμα του καὶ νὰ βλασφημῇ τὸν Θεόν; Τοῦτο λέγω ἀνίσως καὶ τὸ ἔβλεπες ἆραγε, δὲν ἤθελες ἔβγει ἀπὸ τὰς φρένας σου, βλέπων τοιοῦτον πρᾶγμα παράδοξον, ἀποθαμένος νὰ ἀνοίγῃ στόμα; Καὶ ποῦ; Ἐναντίον το Θεοῦ, ἐναντίον Ἐκείνου ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐλπίζει τὴν σωτηρίαν του, νὰ βλασφημῇ Ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον πιστεύει ὅτι εἶναι Κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν, Ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον ὁμολογεῖ Βασιλέα οὐρανοῦ καὶ γῆς. Τοῦτο, λέγω, δὲν ἤθελε σοῦ φανῆ ἕνα πρᾶγμα παράδοξον καὶ ἀσεβέστατον; Καὶ ὅμως ἡμεῖς, οἱ ὁποῖοι λέγομεν ὅτι πιστεύομεν, ὅτι συνετάφημεν τῷ Χριστῷ, ἡμεῖς οἱ ὁποῖοι τὸ ὁμολογοῦμεν ὅτι εἴμεθα νεκροὶ καὶ ἀποθαμένοι, ἡμεῖς εἴμεθα ἐκεῖνοι οἵτινες ἀνοίγομεν τὸ στόμα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ βλασφημοῦμεν τὸν δημιουργόν, τὸν πλάστην, τὸν σωτῆρα καὶ ἐλευθερωτὴν ἡμῶν.