Τοῦτο λοιπὸν ἀφ’ οὗ ἔγινε, καὶ ἔβλεπεν αὐτὸ ὁ Δαμοκλῆς, χάνεται ἡ ὄψις του εὐθύς, παγώνει τὸ αἷμα του μέσα εἰς τὰς φλέβας, ἤρχισε νὰ κτυπᾷ ἡ καρδία του καὶ τρέμει ὅλος χεῖρας καὶ πόδας. Τὸν φόβον δὲ αὐτὸν δὲν ἠδυνήθησαν νὰ ἀποδιώξωσιν ἀπὸ τὴν καρδίαν του οὔτε οἱ ὑπηρέται οἱ χρυσοφορεμένοι, οἵτινες εἶχαν τὰς χεῖρας δεμένας ἔμπροσθέν του, οὔτε ὁ θρόνος ὁ χρυσός, εἰς τὸν ὁποῖον ἐκάθητο, οὔτε ὁ στέφανος ὁ λαμπρὸς ὅπου ἐφοροῦσεν, ἀλλ’ ἐπειδὴ ὠλιγοψύχησε, δὲν εἶχε πλέον ὀφθαλμοὺς νὰ ἴδῃ ἄλλο τι ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ξίφος, τὸ ὁποῖον ἐκρέματο ἐπάνω του. Οὔτε τὴν στολὴν τὴν βασιλικήν, οὔτε τῆς τραπέζης τὰ πολυέξοδα ἐκεῖνα καὶ διάφορα φαγητὰ ἔβλεπε, ἀλλ’ ἤρχισε νὰ παρακαλῇ τὸν βασιλέα νὰ τοῦ ἐπιτρέψῃ νὰ φύγῃ ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν θρόνον τῆς εὐτυχίας, διότι πλέον δὲν θέλει νὰ εἶναι εὐτυχισμένος. Φρόνιμος ἦτο ὁ Δαμοκλῆς καὶ ἄξιος ἐπαίνου, ἐπειδὴ ἔβλεπε καὶ κατενόει ὁποῖος κίνδυνος ἐκρέματο ἐπάνωθεν τῆς κεφαλῆς του.
Καὶ ὅμως τὸν ἴδιον κίνδυνον βλέπομεν καὶ ἡμεῖς καθ’ ἡμέραν, τοῦ θανάτου τὸ ὀξύτατον ξίφος, καὶ ὅμως, μὲ ὅλον τοῦτο, κλείομεν τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὴν θεωρίαν τούτου τοῦ τέλους, καὶ ὡς ἀθάνατοι φροντίζομεν, ὡς ἀθάνατοι ὑπερηφανευόμεθα, ὡσὰν νὰ μὴ εἴμεθα καὶ ἡμεῖς ἀπὸ τὴν φύσιν, ἀπὸ τὴν γενεὰν ἐκείνων τῶν ὁποίων τελοῦμεν σήμερον τὰ μνημόσυνα. Ἀλλ’ ὅμως ἀνίσως καὶ δὲν εἶμαι καὶ ἐγὼ ἄξιος διὰ νὰ μὲ πιστεύσῃς ὅτι βέβαια τοιοῦτος φθαρτὸς καὶ πρόσκαιρος εἶσαι σύ, ἄκουσε τοῦτο ἀπὸ τὸν θρηνητικώτατον Ἱερεμίαν, ὅστις λέγει· «Ὁ πηλὸς τοῦ κεραμέως, ὑμεῖς ἐστε ἐν χερσί μου» (Ἱερεμ. ιη’ 6). Πηλὸς ἤσουν καὶ εἶσαι, ἄνθρωπε, διότι ἀπ’ αὐτὸν ἔχεις τὴν ἀρχὴν καὶ τὰ θεμέλια. Μάθε λοιπὸν μετὰ φόβου καὶ ταπεινώσεως πολλῆς νὰ ὑποτάσσεσαι εἰς τὸν Θεόν, δεδομένου ὅτι εἰς τὴν χεῖρα Αὐτοῦ κρέμαται ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατός σου, ἡ κατάστασίς σου καὶ ἡ πολιτεία σου, τὰ πλούτη σου καὶ αἱ δόξαι σου, τὰ τέκνα σου καὶ ὁ οἶκός σου, οἱ συγγενεῖς σου καὶ οἱ φίλοι σου.
Πιστεύεις λοιπὸν εἰς τοῦτο, ἄνθρωπε, ὅτι δηλαδὴ εἶσαι ὡς πηλὸς εἰς χεῖρας κεραμέως; Βλέπεις ὅλην αὐτὴν τὴν ὑπερηφανίαν τὴν ἰδικήν σου, ὅλην τὴν φαντασίαν τὴν μεγάλην ὅπου ἔχεις, στοχάζεσαι ὅλον αὐτὸ τὸ φύσημα τοῦ πλούτου σου, τὴν καύχησιν τῶν ὑπαρχόντων σου, τὰ χρυσοΰφαντα καὶ λαμπρὰ ἐνδύματά σου, τὰ ὑψηλὰ καὶ μεγάλα οἰκοδομήματά σου; Βλέπεις, λέγω, μὲ τί τὰ συγκρίνει ὁ πανάγαθος Θεός; Μὲ ἕνα χειρόβολον λάσπης καταφρονεμένης, μὲ πηλόν.