Λόγος Ἐπιτάφειος εἰς Κοιμηθέντας. Ὅτι σκιὰ εἶναι οὗτος ο κόσμος καί οἱ ἄνθρωποι εἶναι τυλιγμὲνοι εἰς αὐτὸν ὡσὰν εἰς πηλόν. Ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ, διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

διότι καθὼς ἔγινεν εἰς τὸν Ἰωνᾶν, τοιουτοτρόπως συγχωρεῖ ὁ Θεὸς καθ’ ἡμέραν καὶ γίνεται εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀναπαύονται εἰς τὴν σκιὰν τούτου τοῦ κόσμου, εἰς τὰ πλούτη του καὶ εἰς τὰς δόξας του, διὰ νὰ γνωρίσωσιν οἱ ἄνθρωποι τὴν ματαιότητα τούτου τοῦ κόσμου. Ὅτι δὲ εἰς αὐτοὺς ὅπου ἐλπίζουσιν εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν ἔρχεται ἔξαφνα εὐκόλως ὁ σκώληξ, εἶναι φανερὸν καὶ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἶναι γεγραμμένον εἰς τὸν Ιωήλ· «Καὶ ἀναβήσεται ἡ σαπρία αὐτοῦ, καὶ ἀναβήσεται ὁ βρόμος αὐτοῦ, ὅτι ἐμεγάλυνε τὰ ἔργα αὐτοῦ» (Ἰωήλ. β’ 20). Σαπρία περιφραστικῶς ἐννοεῖται ἐνταῦθα ὁ θάνατος, καθὼς ὁ Ἰὼβ ἔλεγε· «Παλαιοῦμαι ἶσα ἀσκῷ ἢ ὥσπερ ἱμάτιον σητόβρωτον» (Ἰὼβ ιγ’ 28). Καὶ πάλιν ὁ αὐτὸς ἔλεγεν· «Ἄνθρωπος σαπρία καὶ υἱὸς ἀνθρώπου σκώληξ» (Ἰὼβ κε’ 6). Εἶναι ἄξιον θαύματος, πῶς ἔχει καρδίαν καὶ χαίρεται ὁ ἄνθρωπος μέσα εἰς τὴν σκιὰν τοιούτου σαπροῦ κόσμου, πῶς ἔχει τόσην ἀνδρείαν καὶ ὑπερηφανεύεται, δοξάζεται, καυχᾶται, μέσα εἰς τὰ ψευδῆ πλούτη τούτου τοῦ κόσμου, κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰν τῆς δόξης του, καὶ μὲ ὅλον ὅπου τὸ βλέπει καὶ τὸ γνωρίζει ὅτι εἰς μίαν νύκτα, ἢ νὰ εἰπῶ καλύτερα, εἰς μίαν στιγμὴν ἐπειδὴ καὶ ἡ ρίζα του κατατρώγεται ἀπὸ ἕνα σκώληκα, τὸν θάνατον, ἀποδεικνύεται τόσον φανερῶς, ὅτι δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία σκιά, ἕνας καπνός.

Γράφει ὁ Κικέρων διὰ τὸν Διονύσιον τὸν τύραννον τῶν Συρακουσῶν (Δ’ π.Χ. αἰὼν) ὅτι ἀκούων ἕνα ἄνθρωπον ἰδικόν του, Δαμοκλῆν τὸ ὄνομα, ὅστις ἐμακάριζε τὴν λαμπρὰν τύχην ἐκείνων οἵτινες ἔχουν δόξας, πλούτη, τιμάς, ἐξουσίας, καὶ θέλων ὁ Διονύσιος νὰ ἀποδείξῃ εἰς αὐτὸν εἰς πόσους κινδύνους, εἰς πόσους φόβους εἶναι κρεμασμένη ἡ ζωὴ αὐτῶν, ἐπρόσταξε τοὺς ὑπηρέτας του νὰ ἑτοιμάσωσιν ἕνα χρυσοῦν θρόνον περιτριγυρισμένον μὲ διάφορα χρυσὰ ἐνδύματα. Ὅταν ἔγινεν αὐτὸ ἐπρόσταξε καὶ τὸν Δαμοκλῆν νὰ καθίσῃ εἰς τὸν θρόνον καὶ νὰ ἔχῃ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν του καὶ τὰς διαταγάς του ἐκείνους τοὺς ὑπηρέτας, οἱ ὁποῖοι ἦσαν πέριξ αὐτοῦ. Προσέταξεν ἀκόμη καὶ ἔστησαν τράπεζαν ἔμπροσθέν του γεμάτην ἀπὸ πολλὰ καὶ διάφορα βασιλικὰ φαγητὰ καὶ μὲ ὅσα εὐώδη ἄνθη ἔχουσιν οἱ βασιλεῖς συνήθειαν νὰ στολίζωσι τὰς τραπέζας των. Ὅλα αὐτὰ ἐδόθησαν εἰς τὴν ἐξουσίαν τοῦ Δαμοκλέους, νὰ τρώγῃ καὶ νὰ πίνῃ ἀπὸ αὐτά, καὶ νὰ χαρίζῃ ὅπου θέλει. Ἐκεῖ ὅμως ὅπου ἤρχισε νὰ χαίρεται αὐτὸς ὁ Δαμοκλῆς, ὅτι ἠξιώθη νὰ ἀπολαύσῃ ἔστω καὶ διὰ μίαν ἡμέραν, τὰς ἐπιθυμητὰς ἀπολαβὰς τῶν πλουσίων καὶ ἀξιωματικῶν ἀνθρώπων, τότε προστάζει ὁ Διονύσιος νὰ κρεμάσωσιν ἕνα ξίφος κοπτερὸν μὲ μίαν ψιλὴν κλωστὴν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς τοῦ δυστυχισμένου Δαμοκλέους.


Ὑποσημειώσεις

[1] Ἡ φράσις αὕτη περιέχεται εἰς τὴν ἀπάντησιν τὴν ὁποίαν ἔδωσεν ὁ Θεὸς πρὸς τὸν Ἰωνᾶν διὰ τὴν λύπην του ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τῆς κολοκύνθης. Ὅταν δηλαδὴ ὁ Ἰωνᾶς περιελθὼν εἰς ἀπόγνωσιν ἐξέβαλε τὴν ἀπέλπιδα κραυγήν· «Καλόν μοι ἀποθανεῖν με ἢ ζῇν» (ἔνθ. ἀνωτ.) ὁ Θεὸς ἤνοιξεν ἀοράτως διάλογον πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ λέγει· «Εἰ σφόδρα λελύπησαι σὺ ἐπὶ τῇ κολοκύνθῃ; Καὶ εἶπε· σφόδρα λελύπημαι ἐγὼ ἕως θανάτου. Καὶ εἶπε Κύριος· σὺ ἐφείσω ὑπὲρ τῆς κολοκύνθης ὑπὲρ ἧς οὐκ ἐκακοπάθησας ἐπ’ αὐτήν, οὐδὲ ἐξέθρεψας αὐτήν, ἣ ἐγενήθη ὑπὸ νύκτα καὶ ὑπὸ νύκτα ἀπώλετο. Ἐγὼ δὲ οὐ φείσομαι ὑπὲρ Νινευὴ τῆς πόλεως τῆς μεγάλης, ἐν ᾗ κατοικοῦσι πλείους ἢ δώδεκα μυριάδες ἀνθρώπων, οἵτινες οὐκ ἔγνωσαν δεξιὰν αὐτῶν ἢ ἀριστερὰν αὐτῶν καὶ κτήνη πολλά;» (Ἰωνᾶ δʹ 9-11).

Ἡ τιμωρία δηλαδὴ ἥτις ἐδόθη εἰς τὸν Ἰωνᾶν ἐδόθη πρὸς αὐτὸν διὰ νὰ ἐννοήσῃ ὅτι μεγάλως ἔσφαλε λυπηθεὶς διὰ τὴν μὴ καταστροφὴν τῆς Νινευή. Ἐὰν σύ, τοῦ εἶπεν ὁ Θεός, ἐλυπήθης τόσον πολὺ διὰ μίαν κολοκύνθην, διὰ τὴν ὁποίαν οὔτε ἐκακοπάθησες, οὔτε ἐφρόντισες τίποτε δι’ αὐτήν, ἡ ὁποία τὴν μίαν νύκτα ἐφύτρωσε καὶ τὴν ἑπομένην ἐχάθη, πῶς ἐγὼ νὰ μὴ λυπηθῶ διὰ τὴν μεγάλην πόλιν Νινευή, εἰς τὴν ὁποίαν, πλὴν τῶν ἐνηλίκων ἀνθρώπων, κατοικοῦν πλέον τῶν 120.000 μικρῶν παιδίων, τὰ ὁποῖα δὲν γνωρίζουν νὰ διακρίνουν τὴν δεξιὰν ἀπὸ τῆς ἀριστερᾶς χειρός των καὶ κτήνη πολλά; Ἐκ τῶν λόγων τούτων τοῦ Κυρίου καταφαίνεται ἡ εὐσπλαγχνία καὶ ἡ δικαιοσύνη Αὐτοῦ πρὸς ἅπαντας τοὺς ἀνθρώπους πιστοὺς καὶ ἀπίστους καὶ ὅτι πάντας εἰς σωτηρίαν καλεῖ καὶ πάντων τὴν ἐπιστροφὴν ἀναμένει. Ἡ ἔκφρασις «θυγάτηρ νυκτὸς ἦν καὶ θυγάτηρ νυκτὸς ἀπώλετο», ἡ περιεχομένη εἰς τὸ Ἑβραϊκὸν κείμενον, ἀποδίδεται εἰς τὴν μετάφρασιν τῶν Ἑβδομήκοντα διὰ τῆς φράσεως «ἣ ἐγεννήθη ὑπὸ νύκτα καὶ ὑπὸ νύκτα ἀπώλετο» (ἐνθ. ἀνωτέρω).