Ἐὰν δὲ καὶ ὕστερον, ἀφ’ οὗ γνωρίσῃ τις τὸ ἀβέβαιον τούτου τοῦ κόσμου, τῆς δόξης τὸ πρόσκαιρον, τῶν καλῶν τὰ ὁποῖα φαίνεται ὅτι ἔχει τὸ ἐπίπλαστον, τὸν ἀφανισμὸν καὶ τὸν θάνατον ὅπου προξενεῖ εἰς τὴν ψυχὴν μὲ τὰς ἡδονάς του, τοὺς πόνους καὶ τὰς θλίψεις ὅπου σωρεύει εἰς τὴν ψυχήν, εἰς ὅλον τὸ ὕστερον μὲ τὰς χαρὰς καὶ τὰ ξεφαντώματα, πάλιν τὰ ἐπιθυμεῖ, πάλιν τὰ ζητεῖ, ἐκεῖνος βέβαια ὀφθαλμοὺς ἔχει καὶ οὐ βλέπει, ὦτα ἔχει καὶ οὐκ ἀκούει, ἐκεῖνος βέβαια ὄχι μόνον ἔμεινε γυμνὸς ἀπὸ ἐκείνην τὴν χάριν τῆς πρώτης γνώσεως καὶ σοφίας, τὴν ὁποίαν εἴπομεν ὅτι ἐχάρισεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν δευτέραν γνῶσιν, τὴν ὀποίαν ἠμπορεῖ νὰ ἀποκτήσῃ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ τέλος καὶ τὴν συμφορὰν τοῦ ἄλλου.
Λοιπὸν ἡμεῖς σήμερον ἐπειδὴ καὶ τελοῦμεν τὴν μνήμην τῶν κεκοιμημένων πατέρων καὶ ἀδελφῶν μας, ὡς καὶ τῶν λοιπῶν προσφιλῶν μας προσώπων, τὰ ὁποῖα ἀοράτως μᾶς κηρύττουσι τοῦ πλάνου τούτου κόσμου τὸ ψεῦδος, τὴν ἀκαταστασίαν, τὴν δολιότητα καὶ τὴν λοιπὴν ματαιότητα, ἂς τὸν γνωρίσωμεν τοὐλάχιστον ἀπὸ τὴν σήμερον ὡς τοιοῦτον· ἂς μὴ τὸν ἀγαπῶμεν ὡς ἀθάνατον, ἀλλ’ ἂς τὸν μισήσωμεν ὡς φθαρτὸν καὶ ἐπίκηρον. Ἂς μὴ ζηλεύσωμεν τὰ ἀγαθά του καὶ τὰ πλούτη του τὰ φαινόμενα ὡς λαμπρὰ καὶ ἔνδοξα, ἀλλὰ ἂς τὰ καταφρονήσωμεν ὡς σκοτεινὰ καὶ καταφρονημένα. Καὶ εἰς ὅλον τὸ ὕστερον ἄς μεταχειριζώμεθα αὐτὰ ὡς καπνόν, ὅστις ταχέως διαβαίνει, ὡς μίαν σκιὰν ἥτις στάσιν δὲν ἔχει. Καὶ ἀνίσως ἡ μνήμη τῶν νεκρῶν μας, τῶν ὁποίων ἐπιτελοῦμεν σήμερον τὰ μνημόσυνο, δὲν ἔχῃ τὴν δύναμιν νὰ χωρέσῃ μέσα εἰς τὴν καρδίαν σου, ἄνθρωπε, καὶ νὰ σὲ καταπείσῃ νὰ καταλάβῃς ὅτι σκιὰ εἶναι τοῦτος ὁ κόσμος, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν εἶναι τυλιγμένοι οἱ ἄνθρωποι ὡσὰν ἕνας πηλός, πρόσεξε, νὰ καταλάβῃς τοῦτο ἀπὸ τὰ ἑξῆς, τὰ ὁποῖα θὰ σοῦ εἴπω.
Εἶχεν ἐκεῖνος ὁ Ἰωνᾶς χαρὰν μεγάλην, βλέπων ἐκείνην τὴν κολοκύνθην, ἥτις αἰφνιδίως ἐφύτρωσε καὶ ηὔξησε τόσον εἰς μίαν ἡμέραν, ὥστε ἐγένετο δι’ αὐτὸν ὡσὰν μία σκηνὴ μεγάλη, ἤτις τὸν ἐσκέπαζε κατὰ τὴν νύκτα καὶ τὸν ἐπροστάτευεν ἀπὸ τὸν παγετὸν τῆς νυκτός, καλύπτουσα δὲ αὐτὸν κατὰ τὴν ἡμέραν τὸν ἐλευθέρωνεν ἀπὸ τὴν καῦσιν τοῦ ἡλίου. Καὶ ἦτο βέβαια χαρᾶς μεγάλης αἰτία ἡ κολοκύνθη ἐκείνη εἰς τὸν Ἰωνᾶν, ἐπειδὴ χωρὶς νὰ κοπιάσῃ καὶ νὰ ἱδρώσῃ, χωρὶς νὰ ἐξοδεύσῃ καὶ νὰ ἔχῃ δούλους νὰ τοῦ στήσωσι σκηνὴν ἐπάνω εἰς ἐκείνην τὴν ἔρημον, ἔξαφνα εἶδεν ὁ ἴδιος ὅτι εὑρέθη ὡσὰν εἰς μίαν σκηνὴν βασιλικὴν καὶ αὐτοσχέδιον, διὰ τοῦτο λέγει ἡ θεία Γραφή· «Καὶ ἐχάρη Ἰωνᾶς ἐπὶ τῇ κολοκύνθῃ χαρὰν μεγάλην» (Ἰωνᾶς δ’ 6).