Πηλός; Ναί, διότι καθὼς ἐκεῖνος ὁ πηλὸς ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ κεραμέως παίρνει τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ σχῆμα, καὶ ἀφ’ ἑαυτοῦ του δὲν ἔχει οὐδέν, τοιουτοτρόπως καὶ σύ, ταλαίπωρε ἄνθρωπε, ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου φύσιν καὶ στάσιν δὲν ἔχεις τίποτε, ἀλλὰ μία λάσπη εἶσαι καταφρονεμένη, καὶ ὅ,τι ἔχεις, ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸ ἔχεις παρμένον, καὶ τὰ πλούτη αὐτά, εἰς τὰ ὁποῖα καυχᾶσαι, τοῦ Θεοῦ εἶναι· δανεικὰ τὰ ἔχεις, ταλαίπωρε ἄνθρωπε, ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως μέλλεις νὰ δώσῃς λογαριασμὸν ποῦ καὶ πῶς τὰ ἐξώδευσες.
Τί λοιπὸν ἀλαζονεύεσαι; Τὶ χαίρεσαι εἰς τὰ ξένα; Καὶ οἱ παῖδες καὶ τ’ ἄλλα ὅλα εἰς τὰ ὁποῖα ἐλπίζεις καὶ ἔχεις τὸ θάρρος σου, ὅλα δωρήματα τοῦ Θεοῦ εἶναι, σὺ δὲ οὐδὲν ἄλλο εἶσαι, παρὰ ἕνας ὑπηρέτης, ἕνας οἰκονόμος τῶν ξένων πραγμάτων. Καὶ λοιπὸν δι’ αὐτὰ ἀλαζονεύεσαι; Διὰ τὰ ξένα αὐτὰ θέλεις νὰ προτιμῆσαι ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Δυστυχισμένε ἄνθρωπε, πηλὸς εἶσαι καὶ διὰ τοῦτο πρέπει νὰ εὐχαριστῆσαι εἰς ἐκεῖνο τὸ εἶδος, τὸ ὁποῖον σοῦ ἔδωσεν ὁ Θεός. Διότι καθὼς ὁ πηλὸς δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἴπῃ τι εἰς τὸν κεραμέα, οὕτω καὶ σὺ δὲν ἔχεις δίκαιον νὰ λέγῃς εἰς τὸν Θεόν, διατὶ μὲ ἔπλασες οὕτως ἢ διατὶ ἐκεῖνον ἔκαμες πλούσιον καὶ ἐμὲ πτωχόν, διατὶ ἐκεῖνον σοφὸν καὶ ἐμὲ ἄσοφον, διατὶ ἐκεῖνον εὐγενῆ καὶ ἔνδοξον καὶ ἐμὲ ἀγενῆ καὶ ἄτιμον. Δὲν ἔχεις δικαίωμα νὰ εἴπῃς εἰς τὸν Θεὸν κανένα τοιοῦτον, ἀλλ’ ἂν θέλῃς νὰ εἶσαι ἀληθῶς τέλειος καὶ μακάριος, πίστευε ἀληθῶς ὅτι εἶσαι ὡσὰν ἕνας πηλὸς εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Θεοῦ, εἰς τοῦ ὁποίου τὴν ἐξουσίαν κρέμαται καὶ νὰ σὲ συντρίψῃ καὶ νὰ σὲ φυλάξῃ. Ὅθεν ἡ Σοφία Σειρὰχ λέγει· «Τί ἄνθρωπος; Καὶ τί ἡ χρῆσις αὐτοῦ; Τί τὸ ἀγαθὸν αὐτοῦ; Καὶ τί τὸ κακὸν αὐτοῦ;» (Σοφ. Σειρὰχ ιη’ 8). Τί ἄνθρωπος; Δηλαδὴ τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Ἔμπροσθεν εἰς τὴν μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ τὶ ἄλλο εἰμὴ ἕνα οὐδέν, ἕνα τίποτε, ἕνα πρᾶγμα καταφρονημένον; Τί δὲ ἡ χρῆσις αὐτοῦ; ἢ τί ἀγαθὸν ἠμπορεῖ νὰ φέρῃ εἰς τὸν Θεόν, ἢ τί κακόν; Τὸ οὐδέν, διότι οὔτε αἱ ἀρεταὶ τοῦ ἀνθρώπου προσθέτουσί τι εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ, οὔτε αἱ ἁμαρτίαι, καθὼς εἶναι καὶ αἱ βλασφημίαι, δίδουσι κανένα πόνον ἢ καμμίαν ἀτιμίαν εἰς τὸν Θεόν. Ἔστω φέρουν κάποιον βάρος ἢ κάποιαν δόξαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ’ ὄχι καὶ εἰς τὸν Θεόν.
Γράφουσιν οἱ ἱστορικοὶ ὅτι τινὲς τῶν Ἀράβων βλασφημοῦσι τὸν ἥλιον ἀνατέλλοντα καὶ δύοντα, πλὴν τὸ φῶς αὐτοῦ οὔτε νὰ σμικρύνωσι δύνανται, οὔτε κἂν νὰ τὸ βλάψωσι. Τοιουτοτρόπως καὶ αἱ βλασφημίαι τῶν ἀσεβῶν οὐδεμίαν δύναμιν ἔχουσιν ἔμπροσθεν εἰς τὸν αὐθέντην Θεόν.