Ἔχω λοιπὸν δίκαιον ἐγὼ νὰ λέγω ὅτι βλασφημεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι’ ἡμῶν. Ἐὰν δὲ πάλιν ἔβλεπες τὸν ἴδιον ἐκεῖνον νεκρὸν νὰ πιάνῃ μὲ τὰς χεῖρας του καὶ νὰ προσπαθῇ μὲ κάθε εἴδους τρόπον νὰ ἀφαιρέσῃ ἄλλου τὸν πλοῦτον καὶ τὰ ὑπάρχοντά του καὶ ἄλλου τὴν τιμὴν μὲ τὰς διαβολάς του, τί ἤθελες εἴπει; Συλλογίσου αὐτὸ μόνος, καὶ ἐν τῷ μεταξὺ στοχάσου τὴν ζωὴν τὴν ἰδικήν σου, καὶ θέλεις τὴν ἴδει γεμάτην ἀπὸ τοιαῦτα παράδοξα πράγματα. Ἄλλος διαβάλλει τὸν ἄλλον, ἄλλος μὲ κάθε εἴδους τρόπον ἑτοιμάζει τὸν φόνον τοῦ ἄλλου, ἄλλος ἀπὸ τὸν φθόνον κατακαιόμενος, ἄλλος ἀπὸ τὴν κενοδοξίαν δαιμονιζόμενος, καὶ νὰ εἴπω μὲ ἕνα λόγον, ἡμεῖς οἱ λεγόμενοι νεκροὶ καὶ ἐνταφιασμένοι τῶ Χριστῷ ἡμεῖς εἴμεθα τὰ ἐργαστήρια τοῦ Σατανᾶ, οἱ ὁποῖοι ἀποτολμοῦμεν νὰ κάμνωμεν αὐτὰ τὰ παράδοξα πράγματα, τὰ ὁποῖα δὲν τὰ χωρεῖ ἡ ἀκοή μας, ὅτι νεκροὶ κάμνουσι τοιαῦτα ἔργα.
Λοιπὸν ἀληθῶς τὸ λέγουσιν, ὅτι δι’ ἡμῶν βλασφημεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἐὰν δὲ καὶ γυρίσῃ τις τὸν ὀφθαλμὸν νὰ ἴδῃ τὰς θυγατέρας τοῦ Χριστοῦ ἢ νὰ εἴπω καλύτερα τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν, τότε βέβαια ἤθελεν εἴπει ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔλεγον οἱ Ἀπόστολοι εἰς τὸν Χριστόν, νὰ κατεβάσῃ πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ κατακαύσῃ τοιαῦτα ἀχάριστα καὶ ἀναίσθητα ζῷα, καθότι ἐκ νεότητος μέχρι ἐσχάτης ἀναπνοῆς ἄλλην σπουδὴν καὶ ἐπιμέλειαν δὲν ἔχουσι, παρὰ πῶς νὰ βλασφημήσωσι τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸν ὁποῖον λέγουν, ὅτι ἐνεταφιάσθησαν εἰς τὴν κολυμβήθραν. Ὅμως δὲν πιστεύουσι τοῦτο καθὼς τὸ μαρτυροῦσι μὲ τὰ πολλὰ καὶ διάφορα στολίδια, μὲ τὰ ὁποῖα καθ’ ἡμέραν εὐτρεπίζουσι τὰ νεκρὰ σώματα αὐτῶν, μὲ τὰ πολλὰ καὶ διάφορα νιψίδια, μὲ τὰ ὁποῖα ἀσχημίζουσι τὴν είκόνα τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὰ χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ, τὰ ὁποῖα κακῶς ἐξοδεύουσι καὶ παρανόμως, διὰ νὰ καταφρονήσωσι καὶ νὰ βλασφημήσωσι τὸ ὄνομα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ.
Ἀλλοίμονον, ἀλλοίμονον εἰς ἡμᾶς τοὺς λεγομένους νεκρούς, οἵτινες καὶ κατ’ ἀλήθειαν εἴμεθα νεκροὶ μὲ τὴν ἀναισθησίαν καὶ τὴν ἀναλγησίαν τὴν ὁποίαν ἔχομεν, ἐπειδὴ ἀκούομεν ὅτι εἴμεθα νεκροὶ καὶ δὲν πιστεύομεν· ἀκούομεν ὅτι εἴμεθα πρόσκαιροι, καὶ ὡς ἀθάνατοι φροντίζομεν. Τὰ παραδείγματα τῆς ἰδικῆς μας δυστυχίας βλέπομεν ἔμπροσθέν μας, καὶ ἀκόμη ἀμφιβάλλομεν· ὅτι καὶ ἡμεῖς εἴμεθα ἄξιοι τοιούτου θρήνου καὶ κλαυθμοῦ, ἀκούομεν, πλὴν ἡμεῖς ἔχομεν τόσην ἀναισθησίαν, ὥστε καὶ κατὰ τὴν ὥραν ταύτην γελῶμεν. Περὶ τῆς ματαιότητος τοῦ κόσμου φιλοσοφοῦμεν, καὶ πάλιν τὸν κόσμον ἐπιθυμοῦμεν. Ὡσὰν ἕνα καπνὸν βλέπομεν ὅτι περνᾷ ἡ ζωή μας, καὶ ἡμεῖς ὡς πρᾶγμα στερεὸν καὶ ἀμετακίνητον πάλιν τὴν αὐτὴν ζωὴν ζητοῦμεν, ἀληθῶς νεκροὶ ἡμεῖς καὶ ἀναίσθητοι εἰς τὰ πνευματικὰ χαρίσματα.