Ἐφάνη λοιπὸν τότε εἰς τὸ μέσον τῶν Μαθητῶν καὶ λέγει πρὸς αὐτούς· «Εἰρήνη ὑμῖν» (Ἰωάν. κ’ 19). Ἤτοι μὴ συγχίζεσθε οὐδόλως· μὴ φοβεῖσθε τίποτε. Αὐτὸ ὅπου τοὺς εἶπε καὶ πρὶν νὰ σταυρωθῇ, ὅτι «Εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν» (αὐτόθι ιδ’ 27), αὐτὸ τοὺς λέγει καὶ τώρα. Δηλαδὴ μὴ φοβηθῆτε τίποτε, καὶ ὑπονοήσετε ὅτι δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Διδάσκαλός σας, ἀλλὰ μάθετε ἀπὸ τοὺς λόγους μου, ὅτι αὐτὸς ἐκεῖνος εἶμαι ἐγώ. Δὲν σᾶς λέγω ἐναντία ἀπὸ τὰ πρῶτα μου λόγια, ἀλλ᾽αὐτά, τὰ ὁποῖα σᾶς εἶπον τότε, τὰ αὐτὰ σᾶς λέγω καὶ τώρα· «Εἰρήνη ὑμῖν» (ἐνθ. ἀνωτ.). Οἱ Μαθηταὶ τότε ἐφοβήθησαν, διότι ἐνόμισαν ὅτι βλέπουν φάντασμα. Καὶ διατὶ ἐνόμισαν οὕτω; Αὐτοὶ τὸν εἶδαν καὶ πρωτύτερα πολλὰς φορὰς μετὰ τὴν Ἀνάστασιν· πῶς λοιπὸν λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς ἐφοβήθησαν; Μήπως ἄλλην φορὰν δὲν τὸν εἶδαν νὰ σταθῇ ἔξαφνα εἰς τὸ μέσον αὐτῶν, διὰ τοῦτο, ὡς νομίζω, ἐφοβήθησαν. Ἀλλ᾽ ὁ Κύριος, θέλων νὰ εἰρηνεύσῃ τὰς καρδίας των καὶ νὰ τοὺς πληροφορήσῃ, τί τοὺς εἶπε; «Διατί εἶσθε τεταραγμένοι; Καὶ τίνες οἱ διαλογισμοί, οἵτινες ἀναβαίνουσιν εἰς τὸν νοῦν σας δι’ ἐμέ; Νομίζετε ὅτι εἶμαι φάντασμα; Ἐλᾶτε, ἴδετε τὰς χεῖρας μου καὶ τοὺς πόδας μου, διὰ νὰ καταλάβετε ὅτι δὲν εἶμαι φάντασμα· διότι τὸ φάντασμα σῶμα καὶ ὀστᾶ δὲν ἔχει, ὅπως βλέπετε ἐμὲ ἔχοντα. Σεῖς οἱ ἴδιοι, οἵτινες λέγετε, ὅτι εἶμαι φάντασμα, σεῖς πάλιν ἐλᾶτε καὶ ἴδετε μὲ τοὺς ὀφθαλμούς σας, ἐὰν δὲν πιστεύετε τοὺς λόγους μου, ἀλλὰ λέγετε ὅτι πᾶσα ἀκοὴ σφαλερά. Ἴδετε καὶ μὲ τοὺς ὀφθαλμούς σας, οἵτινες εἶναι ἀξιοπιστότεροι τῆς ἀκοῆς, καὶ πιάσατε καὶ μὲ τὰς χεῖρας σας, αἵτινες δεικνύουσι τὴν βεβαίαν ἀλήθειαν. Βλέπετε μὲ τοὺς ὀφθαλμούς σας καὶ δὲν πιστεύετε λοιπὸν πιάσετε καὶ μὲ τὰς χεῖρας σας, νὰ ἴδητε καὶ νὰ καταλάβετε ὅτι αὐτὸς ἐκεῖνος ὁ Διδάσκαλός σας εἶμαι ἐγώ». Οὕτω τοὺς εἶπε, καὶ παρευθὺς τοὺς ἔδειξε τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας Του (Λουκ. κδ’ 38-40).
«Ἔτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς, καὶ θαυμαζόντων, εἶπεν αὐτοῖς· Ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε; Οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος, καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου. Καὶ λαβών, ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν» (Λουκ. κδ’ 41-43).
Ἐνῷ δηλαδή, ἀπιστοῦσαν ἀκόμη οἱ Μαθηταὶ ἀπὸ τὴν χαράν των καὶ ἐθαύμαζον, ἀπεκρίθη ὁ Χριστὸς καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· «Ἔχετε τίποτε φαγητὸν ἐδῶ;». Τότε τοῦ ἔδωκαν τεμάχιον ἀπὸ ψάρι ψημένον καὶ μέλι μὲ κηρίον, ὁ δὲ Χριστὸς τὸ ἐπῆρε καὶ τὸ ἔφαγεν ἔμπροσθεν ὅλων τῶν Μαθητῶν. Δύο γνῶμαι ἐναντίαι ἀλλήλων ὑπάρχουν ἐπὶ τοῦ ζητήματος τούτου, ἢ ὅτι ἀληθῶς ἔφαγεν ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν Ἀνάστασιν, ἢ ὅτι δὲν ἔφαγεν. Ἐὰν ὅμως εἴπωμεν ὅτι δὲν ἔφαγε, ψευδόμεθα καὶ δεικνύομεν ὅτι κατὰ φαντασίαν ἐσαρκώθη ὁ Χριστός, καὶ γινόμεθα αἱρετικοί·