Λόγος εἰς τὴν ΚΥΡΙΑΚΗΝ τοῦ ΤΥΦΛΟΥ. Ὁποίαν χαρὰν καὶ δόξαν θέλει ἀπολαύσει ὁ Χριστιανὸς ὅστις χαλινωνεῖ τοὺς ὀφθαμοὺς εἰς τόπον τυφλότητος. Ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ, διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

Ἐκείνην τὴν εἰρηνικὴν ζωὴν τοῦ Ἰακώβ, ἐκείνην ὅλην τὴν ἐπαινετὴν κατάστασιν καὶ καλὴν φήμην τῆς θεοσεβείας του, τὶς τὸ ἤλπιζε νὰ τὴν μολύνῃ μία πονηρὰ ὅρασις; Ἂν ἡ Δείνα δὲν ἐξήρχετο νὰ ἴδῃ, ἦτο κίνδυνος διὰ νὰ ταπεινωθῇ; Ἦτο νὰ τὸ συλλογισθῇ τις ποτέ, ὅτι ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν υἱῶν τοιούτου δικαίου πατρὸς νὰ χυθῇ αἷμα; Καὶ ὅμως ἰδού, φανερὰ τὸ βλέπομεν· ἀπὸ μίαν ὅρασιν ἄπρεπον καὶ ἡ παρθενία τῆς θυγατρὸς τοῦ Ἰακὼβ ἐφθάρη καὶ αἱ χεῖρες τῶν υἱῶν του ἐμιάνθησαν καὶ ἡ καθαρὰ καὶ λαμπρὰ φήμη τοῦ ὀνόματός του ἐθόλωσε.

Τὶ περισσοτέραν ζημίαν προσμένεις νὰ ἀκούσῃς ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς, διὰ νὰ παρακινηθῇς νὰ βάλῃς χαλινὸν εἰς αὐτούς, εἰς καιρὸν καθ’ ὃν ἀκούεις τόσας καὶ τόσας συμφορὰς καὶ λύπας, τὰς ὁποίας προεξένησαν εἰς τόσους ἁγίους ἄνδρας καὶ τὸν μεγαλοφωνότατον τῶν Προφητῶν, ὅστις σοῦ παραγγέλλει· «Ὁ καμμύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ἵνα μὴ ἴδῃ ἀδικίαν... Βασιλέα μετὰ δόξης ὄψεσθε» (Ἡσ. λγ’ 15-17). Εἶναι ὀλίγον χάρισμα τοῦτο; Εἶναι ὀλίγος μισθὸς νὰ ἴδῃς τὸν Βασιλέα τῶν βασιλευόντων καὶ μάλιστα μετὰ δόξης; Ἀκόμη δὲν ἐχώρισεν εἰς τὸν νοῦν τὸν ἰδικόν μας αὐτὸ τὸ κέρδος, ὅπερ λέγει ὁ Προφήτης. Τὸ ἐγνώρισαν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς θεοσεβεῖς ἄνδρας ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἶναι εἷς τις Εὐσέβιος λεγόμενος, εἰς τὴν μοναδικὴν ζωὴν λαμπρὸς καὶ περίφημος. Γράφουσι δι’ αὐτὸν τὰ χρονικὰ τῶν Πατέρων, ὅτι ἐπειδὴ τοῦ ἔτυχε νὰ ἁρπαχθῇ ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς, ἔκαμε τοιαύτην ἀπόφασιν κατὰ τῶν ὀφθαλμῶν του, ὅτι πλέον δὲν τοὺς πρέπει νὰ γυρίσωσι νὰ ἴδωσι τὸν οὐρανόν, οὔτε τὸν χορὸν τῶν ἀστέρων, οὔτε τὴν σελήνην, καὶ μαρτυρεῖ ὁ βίος του, ὅτι ἀπ’ ἐκεῖ καὶ ὕστερον ἔζησε τριάκοντα ὁλοκλήρους χρόνους καὶ οὐδέποτε ἐτόλμησε νὰ σηκώσῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ νὰ ἴδῃ τὸν οὐρανόν.

Τοιοῦτος ὑπῆρξε καὶ ὁ Ἰσαὰκ ὁ Σύρος. Καὶ αὐτὸς γνωρίζων, ὅτι καθὼς, ὁ βασιλίσκος χύνει τὸ δηλητήριον μὲ τοὺς ὀφθαλμούς, τοιουτοτρόπως καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ ἀνθρώπου, βλέποντες ἄτακτα ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, χωρὶς νὰ ἔχωσι τὸν εὐαγγελικὸν χαλινόν, μετοχετεύουσιν εἰς τὴν ἰδίαν ψυχὴν τὸν θάνατον καὶ τὸ δηλητήριον πάσης ἁμαρτίας. Εἶναι ἀρκετὰ αὐτὰ διὰ νὰ χαλινώσωσι τὴν ὅρασιν παντὸς εὐσεβοῦς. Διὰ περισσοτέραν ὅμως αἰσχύνην ἐκείνων, οἵτινες τοιαύτην φιλοσοφίαν εὐαγγελικὴν οὔτε τὴν ἐπεθύμησαν ποτέ, οὔτε ἠθέλησαν νὰ τὴν βάλωσιν εἰς πρᾶξιν, σοῦ φέρω πολλοὺς εἰδωλολάτρας γεγυμνωμένους ἀπὸ πᾶσαν εὐαγγελικὴν διδασκαλίαν, οἵτινες ὅμως ἐπολιτεύθησαν τὴν εὐαγγελικὴν ἀλήθειαν, ἥτις τοὺς λέγει· «Ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτήν, ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ» (Ματθ. ε’ 28).