Τὶ δύσκολον λοιπὸν νὰ συνειθίσῃς τὴν εὐαγγελικὴν τυφλότητα, ἐκείνην τὴν ὁποίαν καὶ σιωπῶσα ἡ φύσις σὲ διδάσκει, ἀκόμη καὶ μέσα εἰς τὰ σπάργανα; Πόσην ἀνάπαυσιν χαρίζει ὁ ὕπνος εἰς τὸν ἄνθρωπον, πόσων φοβερῶν, πόσων κινδύνων εἶναι ἀνεπαίσθητος ὁ ὑπνώττων; Λοιπὸν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον προξενεῖ ὁ ὕπνος, εἶναι δύσκολον νὰ δώσῃ εἰς σὲ ἡ πρὸς τὸν Θεὸν εὐσέβεια; Αὐτὴ σοῦ κλείει τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐγρηγορότος τοῦ σώματος, διὰ νὰ παριστάνῃς εἰκόνα κοιμωμένου, χωρὶς ὕπνον. «Ὁ ὀφθαλμός μου, θρηνῶν ἔλεγεν ὁ Ἱερεμίας, ἐπιφυλλιεῖ ἐπὶ τὴν ψυχήν μου» (Θρήν. Ἱερεμ. γ’ 50). Αὐτός, ὡς ὁ ἐχθρὸς τὴν ἄμπελον, ἀπεγύμνωσε τὴν ψυχήν μου, τὸν πλοῦτον ὅλον τὸν ἐσωτερικόν, ὡς ἑρμηνεύει ὁ Διάλογος. Ποῖος λοιπὸν νὰ μὴ φρίξῃ, ποῖος νὰ μὴ ζητήσῃ μετὰ πολλῆς σπουδῆς τὴν ἑκουσίαν τύφλωσιν; Ὅταν δὲ ἀκούσῃς, ὅτι ὁ Ἀβδηρίτης Δημόκριτος διὰ νὰ βεβαιωθῇ, ὅτι ἡ σωματικὴ τυφλότης δίδει πολλὴν ὀξύτητα εἰς τὸν νοῦν καὶ συμβάλλει εἰς ὑψηλὰς θεωρίας, δι’ αὐτὸ καὶ μόνον ἐστέρησε θεληματικῶς ἑαυτὸν ἀπὸ τὸ γλυκὺ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν, τί θέλεις μοί εἴπει, ποία πρόφασις σοῦ ἀπομένει; Πῶς δὲν δύνασαι νὰ ἔχῃς χαλινὸν εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς χάριν τόσων καὶ τόσων ἀγαθῶν τὰ ὁποῖα ἤκουσες;
Διηγεῖται Ἰωάννης ὁ Μόσχος εἰς τὸ Λειμωνάριον τὸ πνευματικὸν διά τινα Μοναχήν, τὴν ὁποίαν ἔβλεπε συχνὰ εἷς ἀκόλαστος νέος. Ὅθεν αὐτὴ ἡ μακαρία τὸν ἠρώτησε ποῖον ἀπὸ ὅλα τὰ μέλη της εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον τὸν παρακινεῖ εἰς ἔρωτα. Ἀπεκρίθη ὁ νέος, ὅτι οἱ ὀφθαλμοί σου εἶναι ἐκεῖνοι, οἵτινες μὲ ἐδούλωσαν εἰς τὴν ἀγάπην σου. Παρευθὺς τότε ἐκείνη, μὲ γενναίαν ψυχήν, ἀνέσπασε διὰ τῶν δακτύλων της τοὺς ὀφθαλμούς της καὶ λέγει εἰς τὸν νέον· «Πάρε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐπιθυμεῖς». Τοῦτο τὸ φρικτὸν θέαμα βλέπων ὁ νέος ἔφριξε καὶ ἐκστατικὸς πολλὴν ὥραν ἔμεινε καὶ τὴν ζωὴν καὶ τὴν γνώμην ἤλλαξε. Βλέπεις ὅτι ἐκεῖνο ὅπερ εἰς σὲ φαίνεται δύσκολον, τὸ ἐτελείωσε γυνὴ καὶ μάλιστα μὲ τόσην διαφοράν, ὥστε ὄχι μόνον νὰ θέσῃ χαλινὸν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐκβάλῃ αὐτοὺς μὲ τὰ ἴδια αὐτῆς δάκτυλα;
Ἀλλὰ καὶ τρίτον εἶδος τυφλώσεως δίδουσιν οἱ θεολόγοι. Εἶναι δὲ τοῦτο ὅταν ὁ νοῦς βασιλεύῃ ἑαυτοῦ καὶ προστάζῃ μόνος τὴν γνωστικὴν δύναμιν νὰ μὴ θέλῃ νὰ γνωρίσῃ τὸν ἀδικήσαντα, διὰ νὰ μὴ παρακινηθῇ εἰς ἐκδίκησιν, γνωρίζων ὅτι ἡ φλὸξ τῆς ἐκδικήσεως εἰς ὀλίγον καιρὸν σβέννυται, ὅταν δὲν ἔχῃ ὕλην νὰ ἐξάπτηται, οὔτε τὸ πρόσωπον, εἰς τὸ ὁποῖον νὰ ἀποδοθῇ.