Λόγος εἰς τὴν ΚΥΡΙΑΚΗΝ τοῦ ΤΥΦΛΟΥ. Ὁποίαν χαρὰν καὶ δόξαν θέλει ἀπολαύσει ὁ Χριστιανὸς ὅστις χαλινωνεῖ τοὺς ὀφθαμοὺς εἰς τόπον τυφλότητος. Ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ, διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

ΑΞΙΟΣ, ναί, ἐλέους, ἄξιος εὐσπλαγχνίας ὁ τυφλός, ἐπειδὴ ἄνθρωπος ἄνευ ὀφθαλμῶν τὶ ἄλλο εἶναι παρὰ ὁ κόσμος ἄνευ ἡλίου; Καθὼς δὲ τοῦτο τὸ πᾶν ἀπομένει ἐνταφιασμένον μέσα εἰς ἓν βαθὺ σκότος ἀπόντος τοῦ ἡλίου, τὸν ἴδιον τρόπον ὁ ἐστερημένος τοὺς ὀφθαλμοὺς κεῖται ὡς νεκρὸς μέσα εἰς τὸ ἴδιον σῶμα, ὡς εἰς μίαν φυλακὴν σκοτεινὴν καὶ ζοφεράν. Ἀκούει μὲν ὅτι λάμπει τὸ φῶς τοῦ ἡλίου ἐπάνω εἰς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἠξιώθη νὰ ἴδῃ τοιαύτην λαμπρότητα. Τί ἄλλο βαρύτερον ἀπὸ τοῦ νὰ ἔχῃ τις μίαν ἀφεγγῆ καὶ ἀδιάκοπον νύκτα εἰς ὅλον τὸ διάστημα τῆς ζωῆς του; Τὶ δυστυχέστερον ἀπὸ τοῦ νὰ ὀσφραίνηται πάντα ὅσα ἄνθη γεννᾷ, ἡ γῆ καὶ ὀφθαλμοὺς νὰ μὴ ἔχῃ νὰ τὰ ἴδῃ. Τὶ ἀθλιώτερον ἀπὸ τοῦ νὰ ἀκούῃ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὅτι ὁ μεγαλόδωρος Θεὸς, πάντα εἰς ἀπόλαυσιν τοῦ ἀνθρώπου ἐποίησε καὶ πάντα ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ ὑπέταξε καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ὁ τυφλὸς νὰ στοχάζηται, ὅτι ἄν καὶ ἄνθρωπος εἶναι κατὰ τὸ σχῆμα, πλὴν ὅμως ὄχι κατὰ τὴν ἐνέργειαν, ὅτι ζωντανὸς εἶναι κατὰ τὸ φαινόμενον, ἀλλὰ καὶ νεκρὸς κατὰ τὸ νοούμενον, προικισμένος μὲ πολλὰ ἀπὸ τὸν κοινὸν ἡμῶν Πατέρα καὶ πάντων ἐστερημένος ἀπὸ τὴν ἰδίαν τυφλότητα, εἰς μεταξὺ τῶν πολλῶν ἀνθρώπων καὶ ἐστερημένος τῶν ὅσων ἔχουν οἱ πολλοί;

Ἀπὸ τοιαύτην ἐλεεινὴν κατάστασιν εἶναι δυνατὸν νὰ φαντασθῇς ἄλλην πλέον δυστυχεστέραν; Καὶ ὅμως ἀποβλέπων ἐγὼ εἰς τὴν εὐτυχίαν, εἰς τὴν μετὰ ταῦτα χαρὰν τοῦ σημερινοῦ Τυφλοῦ, πλέον μακαρίζω τὴν ὑστερινὴν ἀξίαν του, παρὰ ἐλεῶ τὴν πρώτην του δυστυχίαν. Τὶ ἄλλο χαρμόσυνον ἤθελε δοθῆ εἰς τὸν ἄνθρωπον, εὐθὺς ὅταν γεννηθῇ νὰ ἔχη δύναμιν νὰ γνωρίσῃ ἀπὸ ποίαν φυλακὴν ἠλευθερώθη καὶ εἰς ποίαν ἐλευθερίαν ἐδόθη; Μόνος ὁ σημερινὸς Τυφλὸς ἐγνώρισεν αὐτὴν τὴν χαράν, μεταξὺ ὅλων τῶν γεννημένων. Αὐτός, ὅταν ἔνιψε τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ἦλθεν εἰς αὐτὸν τὸ γλυκύτατον φῶς, τότε ναὶ καὶ ἐφάνη εἰς αὐτόν, ὅτι τότε, ἐγεννήθη. Ὅθεν ἐκστατικὸς γενόμενος νομίζω νὰ ἔλεγεν· «Ὦ χαρά, ὦ εὐτυχία, καθότι ἤκουον καὶ δὲν ἔβλεπον. Τοῦτο εἶναι τὸ γλυκύτατον φῶς, τὸ ὁποῖον ἐπεθύμουν, ἀλλὰ μέχρι τώρα δὲν εἶχον ἀξιωθῇ νὰ ἴδω; Τοῦτο εἶναι τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ, ἡ περιπόθητος κατοικία τῶν μακαρίων; Ταῦτα εἶναι τὰ ὄρη, αὐτοὶ εἶναι οἱ κάμποι, αὐτὰ εἶναι τὰ ἄνθη, ταῦτα τὰ φυτά, αὐτὰ εἶναι τὰ πελάγη, ἅτινα μὲ μόνην τὴν ἀκοὴν γνωρίζων νὰ τὰ φαντασθῶ δὲν ἠδυνάμην; Ὦ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, ὢ καὶ ποίας θέας ἤμην ἐστερημένος ὁ ἄθλιος, καὶ ποίαν τέρψιν ἀπολαμβάνω τώρα ὁ ποτὲ ταλαίπωρος!».