Λόγος εἰς τὴν ΚΥΡΙΑΚΗΝ τοῦ ΤΥΦΛΟΥ. Ὁποίαν χαρὰν καὶ δόξαν θέλει ἀπολαύσει ὁ Χριστιανὸς ὅστις χαλινωνεῖ τοὺς ὀφθαμοὺς εἰς τόπον τυφλότητος. Ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ, διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

Ἐγνώρισεν αὐτὸ τὸ ὄφελος ὁ Δαβίδ, μὴ ἔχων ὅμως τὴν χριστιανικὴν τυφλότητα, δηλαδὴ τὴν μετὰ τῶν ὀφθαλμῶν συνθήκην, κατέστησε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐχθροὺς ἑαυτοῦ καὶ μάλιστα, τοιούτους, ὅπου τοῦ ἤνοιξαν μίαν κάμινον ἐντὸς τῆς καρδίας τόσον καυστικήν, τόσον ὀδυνηράν, ὥστε δὲν ἠδυνήθησαν νὰ τὴν σβέσωσι μὲ ὅλους τοὺς ποταμοὺς τῶν δακρύων, αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ὀφθαλμοί, ἂν καὶ μετεβλήθησαν εἰς δύο βρύσεις ἀενάους, τρεχούσας ἀκούραστα εἰς ὅλον τὸ διάστημα τῆς ζωῆς του. Ὅθεν ἔλεγε· «Λούσω καθ’ ἑκάστην νύκτα τὴν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τὴν στρωμνήν μου βρέξω» (Ψαλμ. ϛ’ 7). Μυστηριώδης ἡ διάλυσις τοῦ νεκροῦ σώματος, πρῶτον γίνεται εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, ὄχι μόνον διότι εἶναι τρυφηλότεροι καὶ ὑγρότεροι, ἀλλὰ καὶ διότι αὐτοὶ εἶναι οἱ πρῶτοι αἴτιοι τῆς ἁμαρτίας, καθὼς ὁ ἱερὸς Κλήμης θεολογεῖ. Δὲν ἀκολουθοῦσι τὰ ἄλλα ἁμαρτήματα, παρὰ ὕστερον ἀπὸ τὴν αὐθάδειαν τῶν ὀφθαλμῶν. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ὁδηγοί, οἵτινες προκαλοῦσιν ἐκεῖνα εἰς τὴν πρᾶξιν, αὐτοὶ εἶναι οἱ πρῶτοι οἵτινες, ἀντιλαμβάνονται τὰ εἴδη ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα κατακαίουσι τὴν ψυχήν. Δραστικώτατον βοήθημα τῆς τοιαύτης αὐθαδείας τῶν ὀφθαλμῶν τῆς τυφλώσεως ἡ συνθήκη, ἡ ὁποία μὲ ἐμπιστοσύνην βεβαίαν καὶ ἀδωοροδόκητον οὐδέποτε δίδει εἴσοδον εἰς τὰς εἰκόνας τῶν ἡδονῶν.

Ταύτην τὴν συνθήκην τῆς χριστιανικῆς τυφλότητος δὲν εἶχεν ἡ προμήτωρ Εὔα καὶ διὰ τοῦτο ἐπροδόθη ἀπὸ τοὺς ἰδίους ὀφθαλμούς. Εἶδεν, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς ὅρασιν καὶ μετὰ ταῦτα ἦλθεν εἰς βρῶσιν. Ἔπρεπε νὰ ἔχῃ τὸ σκέπασμα τῆς συνθήκης εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, διὰ νὰ μὴ ἴδωσιν ἐκεῖνο τὸ καλόν, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐγνώρισε τὸν θάνατον καὶ τὸν ἰδικόν της καὶ τῶν ἰδίων αὐτῆς τέκνων. Καὶ διὰ τί λέγω περισσότερα; Ὀφθαλμοὶ οἵτινες δὲν εἶναι σκεπασμένοι μὲ τὸ παραπέτασμα τοῦ θείου φόβου, τὶ ἄλλο εἶναι παρὰ μάχαιρα τῆς ψυχῆς, πηγὴ πασῶν τῶν συμφορῶν; Γυμνὸν δίδει ὅλον τὸ σῶμα ἡ φύσις, οὐδὲν ἔνδυμα ἔχομεν ἐκτὸς ἐκείνου τὸ ὁποῖον μᾶς δίδει ὁ κόπος καὶ ἡ τέχνη. Μόνον οἱ ὀφθαλμοὶ ἠξιώθησαν τοιούτου χαρίσματος, δηλαδὴ τὸ νὰ γεννῶνται εὐθὺς μὲ τὰ ἰδικά των ἐνδύματα. Αὐτοὺς μόνον ἐστόλισεν ἡ φύσις μὲ τὰς βλεφαρίδας, τὸ ἐπικινδυνότερον μέρος περιέφραξεν ὡς ἀκρόπολιν ὅλου τοῦ σώματος, διὰ νὰ δύναται ν’ ἀποδιώκῃ τοὺς ἐχθροὺς καὶ νὰ φυλάττῃ καὶ ὅλον τὸ ὑποκείμενον. Βλέπε μὲ πόσα καὶ ἀπὸ πότε διδάσκεται ὁ ἄνθρωπος τὴν εὐαγγελικὴν τυφλότητα καὶ πρὶν ἐξέλθῃ εἰς τὸ φῶς τοῦ σκεπάζει τῶν ὀφθαλμῶν τὸ φῶς, διὰ νὰ συνειθίσῃ τὴν συνθήκην τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τόσον ὥστε νὰ μὴ βλέπῃ, ὁσάκις συμφέρει νὰ εἶναι τυφλός.