Ἀσύγκριτος εἶναι ἡ χαρὰ ἐκείνη τοῦ ποτὲ τυφλοῦ, ὅθεν καὶ ἀμίμητος. Ἀλλὰ καὶ ἡ δόξα τῆς χαρᾶς ἐκείνης πλέον ὑψηλοτέρα, ἐπειδὴ ἄλλο ἐνδοξότερον ἀπὸ τοῦ νὰ ἀξιωθῇ, ὄχι μόνον νὰ συνομιλήσῃ μὲ Ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον φρίττουσι, καὶ παντελῶς νὰ ἀτενίσωσι δὲν δύνανται οὐδὲ αὐτὰ τὰ οὐράνια Τάγματα, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν προσκυνήσῃ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον καὶ ὀφθαλμοφανῶς νὰ τὸν ἴδῃ. Ἀλλὰ καὶ τὸ μεγαλύτερον καὶ ὑψηλότερον οἱ δάκτυλοι ἐκεῖνοι οἰ ἴδιοι, τῶν ὁποίων ἔργον καὶ ἀποτελέσμα εἶναι ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ νὰ τὸν ἐγγίζωσιν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς. Καὶ ἀκόμη τὸ ἀχώρητον εἰς τὸν νοῦν ἀπὸ τὰ ἴδια σπλάγχνα ἐκ τῶν ὁποίων ἐξῆλθε τὸ θεῖον ἐκεῖνο καὶ δημιουργὸν τῆς λογικῆς ψυχῆς ἐμφύσημα, ἀπ’ αὐτά, λέγω, νὰ ἐξέλθῃ, τὸ βάλσαμον τὸ κατασκευαστικὸν τοῦ πηλοῦ καὶ μὲ αὐτὸ νὰ χρισθῶσιν οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ Τυφλοῦ; Τοῦτο πόσης τιμῆς ἄξιον, πόσης ἀξίας, πόσης δόξης, μὲ πόσας τυφλότητας εἶναι ἄξιον νὰ ἀγορασθῇ; Μὲ πόσους θανάτους, μὲ ποίας βασιλείας, καὶ μάλιστα ὅταν γνωρίσῃς, ὅτι ἐκεῖνος, ὁ πηλὸς δὲν ἤνοιξε μόνον τοὺς σωματικούς του ὀφθαλμούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ψυχικούς; Ὅθεν καὶ γενναίως ὅλην τὴν πονηρὰν συναγωγὴν ἤλεγξε καὶ μεγαλοψύχως τὴν ἀλήθειαν ὑπερήσπισε καὶ παρρησίᾳ τὸν εὐεργέτην ἐκήρυξε καὶ μετὰ πίστεως ἀληθινῆς τὸν προσεκύνησε. Τίς δὲν ἤθελεν ἐπιθυμήσει νὰ ἴδῃ ὅσα εἶδεν ὁ Τυφλός; Τίς δὲν ἤθελεν ἀγαπήσει νὰ χρισθῶσιν οἱ ὀφθαλμοί του μὲ τοιοῦτον πηλόν; Τίς δὲν ἤθελεν εἴπει, ἂς ἤμην ἐγὼ τυφλὸς ὡς ἐκεῖνος, μόνον νὰ μὲ ἤγγιζον οἱ δάκτυλοι τοῦ Πλάστου μου εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, μόνον νὰ ἐχρίοντο καὶ ἐμοῦ οἱ ὀφθαλμοὶ μὲ τὸν πηλὸν μὲ τὸν ὁποῖον ἐχρίσθησαν καὶ ἐκείνου; Τὰ ἴδια χαρίσματα, τὴν ἰδίαν χαρὰν καὶ δόξαν τοῦ σημερινοῦ Τυφλοῦ θέλεις ἀπολαύσει, ἂν καὶ σὺ βάλῃς χαλινὸν εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τόπον ἐκείνης τῆς τυφλότητος, ὥστε χωρὶς νὰ δοκιμάσῃς τὰς θλίψεις τῆς δυστυχίας ἐκείνου, νὰ ἔχῃς τὸ αὐτὸ κέρδος καὶ μεγαλύτερον καὶ πρόσεχε διὰ νὰ τὸ γνωρίσῃς.
Εἶναι τόσα τὰ χαρίσματα, εἶναι τόσοι οἱ θησαυροὶ τοὺς ὁποίους προξενεῖ εἰς τὴν ψυχὴν ἡ διὰ τὸν Χριστὸν τυφλότης, ὥστε ὑπερβαίνει πᾶσαν χάριν, πᾶσαν τέρψιν ἀπὸ ὅσας δύνανται οἱ σωματικοὶ ὀφθαλμοὶ νὰ δώσωσιν εἰς τὸν ἄνθρωπον. Ἐδοκίμασεν αὐτὸν τὸν πλοῦτον τῆς χριστιανικῆς τυφλότητος ὁ μακάριος Παῦλος ὁμοῦ μὲ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, ὅθεν καὶ ἠξιώθησαν νὰ ἀκούσωσιν· «Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ματθ. ε’ 14). Ἐτυφλώθη ἕνα καιρὸν ὁ Παῦλος, ὅταν περιέλαμψεν αὐτὸν φῶς οὐρανόθεν, ἀπὸ τὸ ὁποῖον προεξενήθη εἰς αὐτὸν τοιοῦτον χάρισμα, ὥστε ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀνεῳγμένους οὐδὲν ἔβλεπε.