Λόγος εἰς τὴν ΚΥΡΙΑΚΗΝ τοῦ ΤΥΦΛΟΥ. Ὁποίαν χαρὰν καὶ δόξαν θέλει ἀπολαύσει ὁ Χριστιανὸς ὅστις χαλινωνεῖ τοὺς ὀφθαμοὺς εἰς τόπον τυφλότητος. Ἐκ τῆς Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος Μακαρίου τοῦ ἐν Πάτμῳ, διεσκευασμένος κατὰ τὴν φράσιν.

Ἐπειδὴ ποῖος εἶναι ἐκεῖνος ὅστις τείνει τὸ τόξον καὶ ρίπτει τὰ βέλη χωρὶς νὰ ἔχῃ σκοπόν; Ὁ τοιοῦτος καὶ ματαίως κοπιάζει καὶ τὰ βέλη τὰ ρίπτει εἰς μάτην. Τοιουτοτρόπως οὐδεὶς ὀργίζεται, οὔτε ἐξάπτει τὴν φλόγα τῆς ἐκδικήσεως, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον ἔβλαψε. Ταύτην τὴν θαυμαστὴν τύφλωσιν τοῦ νοὸς τὴν ἐγνώρισαν πολλοὶ καὶ Προφῆται καὶ Ἀπόστολοι κοὶ ὅλος ὁ χορὸς τῶν δικαίων καὶ τὴν ὠφέλειάν της μεγαλοφώνως κηρύττουσι, τῆς ὁποίας τὸ φῶς ὑπῆρξε, τόσον λαμπρόν, ὥστε τὸ εἶδον καὶ αὐτοὶ οἱ τυφλοὶ κατὰ τοὺς ψυχικοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ αὐτοὶ οἱ εὑρισκόμενοι εἰς τὸ σκότος τῆς εἰδωλολατρίας. Τοιοῦτος ἦτο καὶ ὁ Καῖσαρ, εἰς τὸν ὁποῖον φέρων εἷς ἐκ τῶν φίλων του χάρτην, ὅστις διελάμβανε τὰ ὀνόματα τῶν ἐχθρῶν του, ὄχι μόνον ἔστρεψε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὀπίσω καὶ δὲν ἠθέλησε παντελῶς νὰ τὸν ἴδῃ, ἀλλὰ καὶ προσέταξεν εὐθὺς νὰ τὸν κάψουν. Ὢ ἔργον ὄντως βασιλικὸν καὶ Χριστιανικόν!

Μὲ αὐτὴν τὴν θεληματικὴν τυφλότητα ἔπλεξε τὸ πλέον λαμπρότερον διάδημα εἰς τὴν κεφαλήν του ὁ Καῖσαρ, παρὰ μὲ τὰς νίκας καὶ τρόπαια, τὰ ὁποῖα ἀπέκτησε μὲ τὰ ὅπλα. Μὲ αὐτὴν τὴν θεληματικὴν ἀγνωσίαν βασιλικώτερον ἀπέδειξεν ἑαυτὸν παρ’ ὅσον ἦτο. Ὅθεν καὶ ἀξιώτερον διὰ νὰ πέσωσιν εἰς τοὺς πόδας του καὶ οἱ ἴδιοι ἀκόμη ἐχθροί. Ἴδιον τῆς τοιαύτης βασιλικῆς τυφλότητος εἶναι τὸ νὰ ἀποστρέφεται τὰς γλώσσας, αἵτινες μηνύουσιν εἰς αὐτὸν πράγματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα γεννᾶται μῖσος καὶ ἡ ψυχικὴ γαλήνη ταράττεται, γνωρίζων ὅτι ἀληθῶς ἐκεῖνοι εἶναι ἐχθροὶ οἵτινες παρακινοῦσι τὴν ψυχὴν εἰς ὅπλα, μὲ τὰ ὁποῖα πρὶν νὰ ἐγγίξῃ εἰς τὸν ἐχθρὸν θανατώνει τὴν ἰδίαν του ψυχήν. Συνέπεια αὐτῆς εἶναι νὰ ἀγνοῇ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον γνωρίζει. Τυραννεῖ τὴν ψυχήν, ἐπειδὴ ὁ διαβολεὺς ἔρχεται διὰ νὰ δώσῃ φῶς εἰς τὸν νοῦν, νὰ γνωρίζῃ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἀνάπτει φλόγα, ἥτις κατακαίει πρότερον τὴν ψυχὴν παρὰ τὸν ἐχθρόν. Μὲ αὐτὴν τὴν ἀκούσιον ἀγνωσίαν καὶ πᾶσα ἀφορμὴ μάχης παύει καὶ ὁ ἐχθρὸς τὴν δριμυτάτην λαμβάνει ἐκδίκησιν, ἐπειδὴ ἤλπιζε, νὰ λάβῃ μεγάλην χαρὰν ἀπὸ τὴν ἰδικήν σου λύπην. Ἀλλὰ καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον εὔκολα γυρίζει πάλιν νὰ γίνῃ φίλος ἰδικός σου, ὡς γνωρίζων, ὅτι σὺ ἀκόμη δὲν ἠννόησες ποίαν ἀδικίαν σοῦ προεξένησε καὶ τοιουτοτρόπως χωρὶς φόβον, χωρὶς ἐντροπὴν τῆς μεταβολῆς, δεικνύει εἰς σὲ τὴν προτέραν του ἀγάπην καὶ οὔτε εἶναι ἀνάγκη εἰς ἐκεῖνον νὰ ποιήσῃ νέαν συνθήκην τῆς ἀγάπης, ὅταν σὲ βλέπῃ ὅτι δὲν ἐγνώρισες τὴν διάλυσιν τῆς πρώτης.