Λόγος ἐπεξηγηματικὸς εἰς τὰ περὶ τῆς ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, ἐκ τοῦ «Θησαυροῦ» Δαμασκηνοῦ Ὑποδιακόνου τοῦ Στουδίτου, μετέπειτα Ἐπισκόπου Λιτῆς καὶ Ρενδίνης καὶ εἶτα Μητροπολίτου Ἄρτης χρηματίσαντος. Ἐνταῦθα παρατίθεται ἀπόσπασμα, διεσκευασμένον κατὰ τὴν φράσιν.

Ποία ἦτο ἡ ράβδος τοῦ Χριστοῦ; Ράβδος τοῦ Χριστοῦ ἦτο ὁ ὁρισμός του, διότι ἡ ράβδος τὸν ὁρισμὸν καὶ τὴν δύναμιν ὁμοιοῖ. Μὲ αὐτὸν ὅμως δὲν ἠδυνήθησαν οἱ Προφῆται νὰ ἀναστήσουν τοὺς καταδικασμένους ἀνθρώπους, μέχρις ὅτου ἦλθεν ὁ Χριστὸς ὁ ἴδιος καὶ ἥπλωσε τὰς χεῖρας του ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, καὶ τοὺς ἀνέστησε. Τὸ δὲ ὅτι δὲν ἄφησεν ὁ Προφήτης ἄλλον νὰ εἰσέλθῃ μέσα εἰς τὸν νεκρόν, ὁμοιοῖ ὅτι καὶ ὁ Χριστὸς ἄλλον τινὰ δὲν ἐχρειάσθη εἰς τὴν σωτηρίαν καὶ τὴν ἐλευθερίαν καὶ τὴν Ἀνάστασιν τῶν καταδικασμένων ἀλλὰ μόνος αὐτός, ὡς δυνατὸς καὶ ἰσχυρὸς ὅπου εἶναι, ἐπραγματοποίησε τὸ μέγα καὶ παράδοξον αὐτὸ ἔργον.

Ἔχομεν ὅμως καὶ ἄλλην ἱστορίαν, ἡ ὁποία εἰκονίζει τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ. Ποίαν; Τοῦ Προφήτου Ἰωνᾶ (Ἰωνᾶ α’1 - β’11). Ὁ Ἰωνᾶς ὁ Προφήτης ἦτο υἱός τινος ὀνόματι Ἀμαθί. Εἶπε δὲ ὁ Θεὸς πρὸς αὐτόν· «Ὕπαγε εἰς τὴν Νινευῒ τὴν πόλιν καὶ εἰπὲ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ὅτι εἰς τρεῖς ἡμέρας μέλλει νὰ ἀφανισθῇ ἡ πόλις των, ὁμοῦ δὲ μετ’ αὐτῆς καὶ ἐκεῖνοι, διότι εἶναι κατὰ πολλὰ ἁμαρτωλοί». Ὁ δὲ Προφήτης γνωρίζων, ὅτι ἂν μετανοήσωσι δὲν θέλει τοὺς ἀφανίσει ὁ Θεός δὲν ἤθελε νὰ ὑπάγῃ διὰ νὰ μὴ φανῇ ψεύστης. Ὅθεν ἐπεβιβάσθη ἐπί τινος πλοίου σκεπτόμενος νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς τόπον τινὰ ὀνομαζόμενον Θαρσεῖς. Ὁ Θεὸς ὅμως ἀπὸ τὸ πρόσωπον τοῦ ὁποίου δὲν εἶναι δυνανὸν νὰ κρυφθῆ τις, ἔκαμε ταραχὴν μεγάλην εἰς τὴν θάλασσαν, τόσον ὥστε ἐκινδύνευε τὸ πλοῖον νὰ καταποντισθῇ. Ἤρχισαν λοιπὸν οἱ ναῦται ἐκεῖνοι νὰ παρακαλοῦν τὸν Θεόν. Ὁ δὲ Προφήτης ἀπὸ τὸν φόβον του κατέβη κάτω εἰς τὴν κοιλίαν τοῦ πλοίου καὶ ἐκεῖ ἀνεστέναζε. Πηγαίνει τότε ἄνθρωπός τις τοῦ πλοίου καὶ τοῦ λέγει. «Τί ἀναστενάζεις αὐτοῦ; σήκω καὶ σὺ νὰ παρακαλῇς τὸν Θεὸν νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τοῦτον τὸν κίνδυνον». Οἱ δὲ ἄλλοι ναῦται εἶπον μεταξύ των· «Ἐλᾶτε νὰ βάλωμεν κλῆρον, νὰ ἴδωμεν ἀπὸ τίνα μᾶς ἦλθε τὸ κακὸν αὐτό, τὸ ὁποῖον οὐδέποτε ἄλλοτε ἔχομεν πάθει».

Ἔβαλαν λοιπὸν κλῆρον οἱ ναῦται καὶ ὁ κλῆρος ἔπεσεν εἰς τὸν Προφήτην Ἰωνᾶν. Τότε λέγουν πρὸς αὐτόν· «Εἰπέ μας πόθεν εἶσαι, ἄνθρωπε, καὶ ποῦ ὑπάγεις, καὶ τίνος εἶσαι, καὶ πῶς σὲ λέγουν· νὰ μάθωμεν καὶ νὰ καταλάβωμεν, διατὶ μᾶς ἦλθεν αὐτὴ ἡ θαλασσοταραχή;». Τότε τοὺς διηγήθη ὁ Προφήτης Ἰωνᾶς τὴν ὑπόθεσιν, ἐκεῖνοι δὲ εἶπον· «Τώρα τί νὰ κάμωμεν;».