Λόγος ἐπεξηγηματικὸς εἰς τὰ περὶ τῆς ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, ἐκ τοῦ «Θησαυροῦ» Δαμασκηνοῦ Ὑποδιακόνου τοῦ Στουδίτου, μετέπειτα Ἐπισκόπου Λιτῆς καὶ Ρενδίνης καὶ εἶτα Μητροπολίτου Ἄρτης χρηματίσαντος. Ἐνταῦθα παρατίθεται ἀπόσπασμα, διεσκευασμένον κατὰ τὴν φράσιν.

Πῶς δὲ προστάζει ὁ Νόμος νὰ φαγωθῇ τὸ ἀρνίον; Νὰ εἴμεθα ἐζωσμένοι· ἤτοι νὰ ἐγκρατευώμεθα ἀπὸ τὰ πάθη, ὅτι ἡ ζώνη αὐτὴ σημαίνει τὴν κράτησιν τῶν παθῶν· διότι καὶ τὰ ζῷα, ἐπειδὴ νόμον δὲν ἔχουσι, μηδὲ ζώνην βαστοῦσι, μηδὲ κράτησιν ἔχουσι τῶν παθῶν· ὁ δὲ ἄνθρωπος ὡς εἰκὼν καὶ ὁμοίωσις τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ φυλάττεται ἀπὸ τὰ πάθη. Νὰ φοροῦμεν δὲ ὑποδήματα διὰ νὰ συντρίβωμεν τὰς κεφαλὰς τῶν πονηρῶν ὄφεων καὶ σκορπίων, διότι καὶ οἱ Ἑβραῖοι, ὅταν ἐπερνοῦσαν τὴν ἔρημον, ἐφόρουν ὑποδήματα, διὰ νὰ μὴν τοὺς φάγωσιν οἱ σκορπιοί. Ὁμοίως καὶ ἡμεῖς ἐπειδὴ ἔχομεν φόβον ἀπὸ τοὺς νοητοὺς σκορπίους, τοὺς δαίμονας, πρέπει νὰ φυλαττώμεθα εἰς τοὺς πόδας καὶ νὰ μὴ περιπατῶμεν εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἁμαρτίας. Νὰ ἔχωμεν δὲ καὶ ράβδον ἤτοι νὰ εἴμεθα ἐστηριγμένοι εἰς τὴν Πίστιν, καὶ νὰ μὴ ἔχωμεν ἀμφιβολίαν εἰς τὰ μυστήρια τῆς Πίστεώς μας, ἀλλὰ νὰ εἴμεθα βέβαιοι εἰς τὴν εὐσέβειαν καὶ τὴν Ὀρθοδοξίαν τῆς ἁγιωτάτης μας Πίστεως τοῦ Χριστοῦ. Ἐμάθετε, εὐλογημένοι Χριστιανοί, ὅτι τὸ Ἑβραϊκὸν Πάσχα τὸ ἰδικόν μας προεικόνιζε, διὰ τοῦτο καὶ ὅταν ἦλθε τὸ ἰδικόν μας Πάσχα, αὐτὸς ὁ Χριστός, ἔπαυσε τὸ Ἑβραϊκόν.

Ὅθεν ἂς ἑορτάσωμεν σήμερον, εὐλογημένοι Χριστιανοί, ἂς τιμήσωμεν τὸν Χριστὸν τὸν σήμερον ἀναστάντα ὄχι μὲ θυσίας Ἑλληνικάς, ἢ μὲ χορούς, ὄχι μὲ μέθας καὶ ἀργολογίας, ὄχι μὲ παιγνίδια καὶ τραγούδια καὶ μὲ ὅσα χαίρεται ὁ δαίμων ὅταν τὰ κάμνωμεν, ὄχι μὲ ἐξόδους κακὰς καὶ πολυφαγίας, ἀλλὰ μὲ εὐχαριστίαν, μὲ δοξολογίαν, μὲ καθαρὰν καρδίαν, καὶ μὲ ὅσα χαίρεται ὁ Θεός. Μὴ στολιζώμεθα ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες, ὅτι χῶμα καὶ γῆ θέλομεν γίνει. Μὴ ὑπερηφανευώμεθα εἰς ἐνδύματα καὶ στολίδια, ὅτι ὁ θάνατος μᾶς ἀναμένει. Μὴ πορνεύωμεν καὶ μιαινώμεθα, ὅτι τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον καὶ ἡ γέεννα τοῦ πυρὸς ἑτοιμάζεται διὰ τοὺς τοιούτους. Μὴ μεθύωμεν καὶ πολυτρώγωμεν, ὅτι αὔριον πάλιν θέλομεν πεινάσει, ὡσὰν νὰ μὴ εἴχαμεν φάγει. Τί κερδαίνομεν ἀπὸ τὴν μέθην; Τί καλὸν προσκομίζομεν τῆς ψυχῆς μας, ἐὰν πολυφάγωμεν καὶ κακῶς ἑορτάσωμεν; Πόσοι ἐπέρασαν τοιαύτας ἡμέρας, ὡσὰν τὴν σημερινήν, μὲ παιγνίδια καὶ χορούς, μεθυσμένοι καὶ ἐξωδευμένοι, τώρα δὲ εἶναι χῶμα μόνον εἰς τὴν γῆν;